Γράφει η Βασιλική Κοτλίτσα
Και όταν σε είδα πάγωσα… Οι σκέψεις μου ζωντάνεψαν ξαφνικά, και πήραν χρώμα από τα μάτια σου τα λαμπερά. Η μορφή σου αποτυπώθηκε στο υποσυνείδητό μου και καραδοκούσε μέσα μου σα να έψαχνε το άλλο της μισό. Και τότε οι ματιές μας συναντήθηκαν. Κοιταχτήκαμε, χαθήκαμε και οι ζωές μας ενώθηκαν μαγικά.
Αρχίσαμε να βγαίνουμε και ζούσαμε τις πιο όμορφες στιγμές μας, τις πιο δυνατές, τις πιο απόκρυφες και μαγικές. Τις πιο λαμπερές και γεμάτες νόημα, τις πιο δημιουργικές και ανεπανάληπτες. Ήταν η ζωή που πάντα ονειρευόμουν, η ζωή που λαχταρούσε η ψυχή μου, αυτή που επιθυμούσα από παιδί.
Κάναμε ταξίδια γνωρίζοντας καινούρια μέρη και διαφορετικούς ανθρώπους που μας περικύκλωναν. Ζούσαμε τη κάθε μας μέρα σα να είναι η τελευταία και βλέπαμε με τα μάτια της καρδιάς. Ζωγραφίζαμε τις λέξεις μας και κάποια πράγματα τα αφήναμε μισά. Ήμασταν εκεί ο ένας για τον άλλο, και όταν νύχτωνε μετρούσαμε τα αστέρια στον ουρανό. Ξέραμε να δίνουμε χωρίς αντάλλαγμα, αλλά και μάχες επικές με τον ίδιο μας τον εαυτό.
Ήξερα ότι δε μου ανήκεις, ότι δεν θα ήσουν ποτέ ολοκληρωτικά δικός μου και όμως φοβόμουν μη σε χάσω. Ήξερα ότι έκλεβα τις στιγμές, τα λόγια, τις νύχτες και τις ώρες, τη φροντίδα και τη στοργή από μια άλλη γυναίκα, που είχε χαράξει το κορμί της πάνω σου, αλλά δεν έκανα πίσω. Δε μπορούσα να αλλάξω αυτό που ένιωθε η καρδιά μου αλλά και ούτε να σε αντικαταστήσω με κανέναν, παρά να ζήσω αυτό που αρχίσαμε μαζί.
Εξάλλου το τέλος για μας ερχόταν, όπως γίνεται πάντα σε τέτοιες σχέσεις. Κρατούν λίγο, αλλά ζουν για πάντα στη καρδιά μας. Το μόνο που έκανα ήταν να παρατείνω για λίγο τις στιγμές ευτυχίας που ζούσαμε, με ένα μικρό δάνειο ζωής, για έναν έρωτα παράνομο και ονειρεμένο.