Γράφει η Ηρώ Αναστασίου.
Ακόμη και τώρα να προσπαθώ να ανασύρω απ’τη μνήμη μου εσένα και όλα όσα σε περιέχουν.
Αυτά που ζήσαμε με πάθος, αυτά που μας σημάδεψαν.
Γιατί με φίλησες εκεί όπου δεν με φίλησε κανείς.
Εκεί όπου τα μάτια μου γινότανε κόκκινα και η ψυχή μου μπλε. Και πάντα θα σ’αναζητώ μέσα στο πλήθος.
Πάντα θα υπάρχει η απώλεια και τούτη η ανάγκη μου να σε ζητώ.
Και πάντα θα υπάρχει ο λυγμός μες στην ψυχή μου
ώσπου να σε συναντήσω, ώσπου να συναντηθεί το αίμα που καίει τις φλέβες μου με το δικό σου.
Ώσπου η γλώσσα μου να σε καταπιεί, να μην υπάρχεις παρά μονάχα μέσα μου.
Άγγιξε με κι άσε με να νιώσω την οργή σου επάνω μου.
Άσε με να σ’αγγίξω για να νιώσεις την οργή μου επάνω σου.
Οργή που δεν σ’έχω, οργή που δεν μ’έχεις.
Κι έλα να καταστρέψουμε το παρελθόν μ’ένα παρόν γεμάτο ηδονές.
Γιατί όταν σ’ανασαίνω ξυπνάει ο ήχος που έκρυψες μέσα μου.
Κι αποκοιμιέται η ανάγκη μου σαν ένα πελώριο πρόσφορο φιλί.
Άργησες νά’ρθεις κι εγώ σαν λιόγερμα ντυμένο με ξεχασμένες ρανίδες, απόμεινα μονάχη να ρουφώ την ματιά σου.
Επέμεινα σ’ένα δρόμο σταλαγμένο ακροθαλασσιά, σ’ένα παράταιρο λουλούδι της ψυχής μου.
Άργησες νά’ρθεις κι η φωνή μου έκοψε τον αέρα
σε χίλια δυο μικρά στίγματα.
Νοσταλγώ το ταξίδι μας, εκεί όπου η μοναξιά μας έβρισκε αγκαλιά και η λιακάδα πύρωνε το δέρμα μας.
Νοσταλγώ την αγάπη μας, εκείνη που ακόμη ταξιδεύει ως το άπειρο για να σε συναντήσει!