Όσο εσύ αδιαφορούσες, εγώ δεν είχα άλλες ανάσες..
Γράφει η Άντζελα Καμπέρου
Ένιωθα την ανάσα μου να κόβεται, τα πόδια μου να λυγίζουν, την καρδιά μου να χάνει παλμούς.
Πλησίαζε το ήξερα. Το ένιωθα. Μα προσπαθούσα να το καθυστερήσω, προσπαθούσα να το κρατήσω ακόμα λίγο μακριά μας.
Έβλεπα την αδιαφορία στο βλέμμα σου, ένιωθα την ψύχρα στην αγκαλιά σου. Τα φιλιά σου πλέον ήταν άτονα, άγευστα.
Τα χάδια σου αραιά και χλιαρά, σαν να μου τα έδινες με το ζόρι. Και εγώ προσπαθούσα να πάρω κάθε ίχνος από τα τελευταία σημάδια αγάπης που είχες να δείξεις. Ήξερα πως δεν θα τα ξανά έχω.
Με απωθούσες, με άφηνες πίσω και εγώ έτρεχα να σε προλάβω, να κρατηθώ για λίγο ακόμα πάνω σου.
Και όσο περισσότερο προσπαθούσα τόσο περισσότερο ένιωθα να πνίγομαι.
Με έπνιγε αυτή η προσπάθεια για κάτι που είχε τελειώσει, για κάτι που εσύ δεν προσπάθησες ποτέ.
Ένιωθα μόνη μου ενώ σε είχα δίπλα μου.
Άρχισε νε με πνίγει η αδιαφορία σου, η ανυπαρξία σου στο χώρο.
Έψαχνα να σε βρω να μου κρατήσεις λίγη παρέα και εσύ πάντα ήσουν αλλού.
Άρχισε να με πνίγει το τέλος που πλησίαζε.
Η ανάσα μου κοβόταν και τα πόδια μου λύγιζαν.
Σταμάτησα να το παλεύω.
Σταμάτησα να μάχομαι σε ένα παιχνίδι από καιρό χαμένο.
Άφησα το τέλος να με πνίξει, να πάρει και το τελευταίο ίχνος ανάσας που είχα.