Εσύ που δηλώνεις παρόν και ξεγελάς τη μοναξιά μου.

Γράφει η Ζωή Τριανταφυλλοπούλου 

Μ’ αρέσει εκείνος που η ψυχή του είναι πιο βαθιά από την πληγή του διάβασα κάπου.
Του Νίτσε λόγια θαρρώ.
Αλήθεια, πόσο βαθιά μπορείς άραγε να φυλάξεις εσύ αυτήν την πνοή Θεού που κουβαλάς;
Πόσο μπορείς να την προστατέψεις από Αρμαγεδώνες, Χιμαιρες, Κίρκες, Σειρήνες ή ό,τι άλλο μπορεί να σε μπερδέψει να σε πλανεψει να μπει μέσα σου και να αλωνίσει τα πάντα κυριολεκτικά;

Καί αν γεμίσεις σημάδια και αν ποτίσει φαρμακι αυτή η ψυχούλα τι περιμένεις να κάνει; Πόσο να αντέξει, πόσο μέσα βαθιά σου να την καταχωνιασεις, σε ποια σπηλιά της ψυχής σου να την κρύψεις, μακριά από τα αδηφάγα μάτια που θέλουν τα όλα σου που αντλούν ζωή από σένα στραγγιζοντας ακόμη και την ανάσα σου;

Γι’ αυτο καί τελικά αποφασίζεις ότι προχωράς μόνος. Ότι σε φυλάς, σε προτατευεις, στήνεις ξόρκια, ξοβεργες και σκαρφίζεσαι χίλια δυο άλλα τερτιπια κυρίως όσο μεγαλώνεις και έχεις χορτάσει από παράσημα – πληγές για να παραμείνεις ασφαλής, ακέραιος φαινομενικά, και απόμακρα μόνος στην ουσία.

Με τους πάντες γύρω στην περίμετρο, με κάποιους πιο μέσα, δικούς σου μετά από εξετάσεις σε διάρκεια όχι αποό πείσμα ή κολπακι εντυπώσεων αλλά από αγωνιώδη σχεδόν ανάγκη αυτοσυντήρησης.

Και επιλέγεις τη μοναξιά σου και σωνεσαι. Και επιλέγεις να ανοίγεις την πόρτα της καρδιάς σου πολύ επιλεκτικά και για λίγο, για όσο κρατάει ένας καφές, ένα ποτό με το ρολόι σε αντίστροφη μέτρηση για αποχώρηση, για μία εκδρομή, μία βόλτα στο χρόνο χωρίς υποσχέσεις και προσμονες.

Αλλά η επιλογή αυτή πονάει.
Γιατί κανείς δεν είναι εδώ πάνω για να βολοδερνει μόνος, για να μην έχει μια δική του κουμπωτη αγκαλιά να κρυφτεί από της ζωής το αδυσώπητο κυνήγι.
Και έτσι αργά ή γρήγορα αφήνεται να ξεγελαστει. Πάλι…

Και αφήνει κερκοπορτες ανοιχτές και χαραμάδες που καλούν δειλά και σταθερά.
Και δέχεται κι ανοίγει της καρδιάς τα φύλλα. Κι αφήνει την ψυχούλα του να ξεπροβάλλει δειλά αρχικά με σθένος σε λίγο. Για να πάρει ανάσα στο φως της ζωής, στη χαρά από το σμίξιμο με μιαν άλλη ψυχή εξίσου πονεμένη και αλυτρωτη.

Και κάπως έτσι καλοδέχεται χωρίς να το ξέρει τον επόμενο δικαστή και δήμιο της.
Γιατί κακά τα ψέματα, καλά τα λέει τα λέει ο Νίτσε αλλά πες μου, ποιον λαβωμένο ξέρεις γύρω σου που τα κατάφερε και νίκησε τα τελώνιά του. Που δεν ξέβρασε τη χολή από τις αδικίες που ένιωσε, τις προδοσίες που κατάπιε, τον αφόρητο ίσως πόνο που προσπαθεί στωικά να διαχειριστεί και να μαλακώσει στην επόμενη στενή σύνδεση του.

Πες μου και πείσε με σε παρακαλώ.
Γιατί βλέπεις θέλω πολύ να πιστέψω ξανά.
Στη ζωή, στον άνθρωπο στο καλό που μπορεί να έρθει.
Και στον έρωτα κυρίως. Πέρα και πάνω από μάχες σώμα με σώμα και ψυχές της ζωής ναυάγια που δικάζουν καί δικάζονται διαρκώς.

Γιατί πείστηκα με πολλαπλά παραδείγματα, με πολλά πήγαινε – ελα ανθρώπων και στιγμών ότι δεν τον αξίζω δεν μπορώ να τον προ(σ)κάλεσω και να τον ζήσω, δεν μπορώ να τον ζήσω όπως τον φαντάζομαι.
Μπορώ απλά να ζω το κάθε τώρα, όπως έρχεται χωρίς απαιτήσεις.

See Also

Θέλω πολύ να πιστέψω σε σενα!
Και στην ψυχή σου που μπορεί τελικά να αντέξει τίς πληγές σου, όσο βαθιές κι αν είναι, όσο δηλητήριο και αν στάζουν με διάφορους τρόπους και εκφράσεις. Και θέλω να βρει δρόμο και τρόπο αυτή η ψυχή για να βγει στης ζωής το ξέφωτο. Ή έστω σε μίαν ακτή με εισιτήριο ένα καράβι θέλω για ένα μεγάλο ταξίδι μακριά από λάθη, πάθη, πληγές και τραύματα. Βορά στη θαλασσινή αρμυρα για γιατρειά και λησμονια.

Είναι βλέπεις που ήρθες εσύ.
Μπροστά και απέναντι στην δική μου βαθιά πληγή.
Που είσαι και τριγυρίζεις γύρω μου.
Που δηλώνεις παρόν και ξεγελάς τη μοναξιά μου.
Έστω…

© 2023 Love&More. All Rights Reserved. Design by JG Web Design

Contact us

Scroll To Top