Είναι που λείπεις εσύ, και το σπίτι μοιάζει σκοτεινό.

Γράφει η Στέλλα Γρηγοροπούλου
Αυτό το σπίτι έγινε εφιάλτης, άδειο χωρίς φωνές, χωρίς γέλια, χωρίς αγκαλιές, χωρίς εσένα, χωρίς τίποτα που να θυμίζει ζωή.
Αυτό το σπίτι που άλλοτε θύμιζε λούνα παρκ έμεινε μόνο με τους τοίχους να μην παίρνουν χαρά μα να σαπίζουν από βαρεμάρα. Είναι που λείπεις εσύ, είναι που η ανάσα σου δεν υπάρχει πια μέσα του, που τίποτα δεν θυμίζει την ύπαρξή σου σαν πέρασαν εκείνες οι ημέρες αγάπης, εκείνες οι ημέρες του έρωτα που μεσουρανούσαν όλο πόθο και ματιές που έβγαζαν φωτιές.
Τίποτα σου λέω δεν έμεινε σαν είπες το “γεια” με μάτια όλο θλίψη και παντού να πλανάτε ένα γιατί, ένα γιατί που περιμένει να βρει την απάντηση από εκείνο το φευγιό που δεν είχε καμία ουσία, που ούτε εσύ ήξερες το γιατί, που ακόμα περιμένει να μάθει μα και αν δεν πάρει καμία απάντηση του είναι αρκετό μόνο να γυρίσεις, να μπεις μέσα σε κείνο το άδειο σπίτι και να το γεμίσεις με την παρουσία σου, με την αγκαλιά σου, με την αγάπη που έχεις κρυμμένη μόνο για εκείνο, εκείνο το ρημαγμένο σπίτι.
Μα εκείνο είναι εκεί και περιμένει να γυρίσεις, να κάνεις ένα βήμα μέσα του που θα το γεμίσει πάλι με όλα εκείνα που του έλειψαν τόσο καιρό.
Γύρνα φωνάζει, γύρνα να φωτίσεις ό,τι άφησες μέσα στο σκοτάδι.
Γύρνα, Ακούς;
Γύρνα!