Αιχμάλωτο το μυαλό μου στη σκέψη σου.

Γράφει η Κική Γιοβανοπούλου
Πόσος καιρός πάει που έφυγες; Έπαψα πια να μετράω ώρες, μέρες, μήνες. Νιώθω το μυαλό μου τόσο διαλυμένο, που μετρώ το χρόνο σε δάκρυα, σκέψεις, αναστεναγμούς. Πονάει γαμώτο! Πονάει ακόμη!
Επανήλθα στην καθημερινότητά μου, βυθίστηκα μέσα της. Γέμισα ασφυχτικά τη μέρα μου, προσπάθησα να κρατώ απασχολημένη τη σκέψη μου, να την κρατώ μακριά από σένα. Περνούν οι μέρες, κυλούν οι ώρες σαν νερό κι είναι φορές που η ανάμνησή σου δεν τυραννά το νου μου. Θα μου περάσει, λέω. Ο χρόνος γιατρεύει όλες τις πληγές, ακόμη κι αυτές που για καιρό επιμένουν να ματώνουν και δείχνουν πως δεν θα κλείσουν ποτέ.
Να ‘ξερες πόσο δύσκολο είναι να προσπαθώ να χαντακώσω τις στιγμές μας στο πίσω μέρος του μυαλού μου! Εγώ να πιέζω με πείσμα κι αυτές να ξεπετάγονται μπροστά μου και να με κοιτούν περιπαικτικά. Να με καρφώνουν στα μάτια και να μου ουρλιάζουν πως όσο κι αν προσπαθώ δεν θα καταφέρω να τις σβήσω. Κι εγώ να κλείνω τα μάτια και να βάζω όλες μου τις δυνάμεις, μέχρι που λυγίζω εξαντλημένη.
Με νίκησαν κι απόψε. Κατάφεραν να μου θυμίσουν όσα παλεύω να ξεχάσω και γέμισαν δάκρυα τα μάτια μου. Κατάφεραν να κάνουν την πληγή στην καρδιά μου να ματώσει. Ξανά. Πόσο κρατάει αυτός ο πόνος; Πόσος καιρός χρειάζεται ο χρόνος να λειάνει τις μνήμες, να πάψουν να κόβουν;
Πάλι η μορφή σου μέσα στα μάτια μου. Πάλι το γέλιο σου στ’ αυτιά μου. Πάλι το χάδι σου στον ώμο μου. Αιχμάλωτο το μυαλό μου στη σκέψη σου. Πάλι στην δική σου πλευρά του κρεβατιού θα ξαπλώσω…