Αγαπητέ “σκάρτε”, δεν θα μου λείψεις κάθόλου..


Γράφει η Ντέμη Κάργατζη
Αγαπητέ θεατή,
Λυπάμαι. Λυπάμαι πολύ. Δεν μπορείς ν’ ανέβεις στη σκηνή. Η ποινή σου είναι ισόβια κάθειρξη. Θα μας χωρίζουν πάντα κάτι επίπεδα που εσύ δεν μπορείς ν’ ανέβεις. Είσαι καταδικασμένος. Είσαι μια κωμωδία που παίζεται κάπως αντίστροφα. Οι πρωταγωνιστές δακρύζοντας απ’ τα γέλια σε κοιτούν. Απέλπιδα προσπαθείς να σκαρφαλώσεις στη σκηνή. Θυμώνεις και μοιάζεις με καρικατούρα. Τι αστεία σκηνή!
Λυπάμαι. Λυπάμαι βαθιά. Που φτάσαμε σ’ αυτό το σημείο. Ήθελα η κωμωδία να παίζεται εδώ πάνω. Να γελάμε όλοι μαζί κι όχι να είσαι εκεί κάτω μόνος σου θλιμμένος και θυμωμένος. Προσπάθησα. Δεν έγινε. Ακούμπησε λίγο ψυχή εκείνο το μαχαίρι που μου πέταξες κάποτε, μα δε βαριέσαι. Μου άφησε κουσούρι. Ένα παλιό τραύμα που σε πονάει κάθε που αλλάζει ο καιρός. Μου άφησες κουσούρι να γελώ. Να γελώ όταν σε παρατηρώ. Μ’ άφησε δώρο η πληγή σου να γελώ με τους σκάρτους ανθρώπους. Κάπως ειρωνικά, κάπως σαν κάποια κακιά μάγισσα από κάποιο κλασικό παραμύθι.
Λυπάμαι. Δεν ήθελα να είσαι ο περίγελος ετούτου του θεάτρου, που λέγεται ζωή. Τώρα είναι αργά. Οι λέξεις, οι πράξεις δεν γυρίζουν πίσω. «Η πόλις πάντα θα σ’ ακολουθεί.» Ήταν ρητοί οι κανόνες κι εσύ δεν τους ακολούθησες κατ’ επανάληψη. Απαγορεύονται οι μάσκες πάνω στη σκηνή. Οι παραβάτες τιμωρούνται αυστηρά.
Λυπάμαι. Λυπάμαι πολύ που δυσκολεύτηκες τόσο. Τώρα σειρά μου. Οι μάσκες έπεσαν. Καιρός ν’ απολαύσω το θέαμα. Παίξε με την ψυχή σου από κει κάτω! Ίσως και να γίνεις ο αγαπημένος μου θεατής.
Δίχως καμιά εκτίμηση,
ειλικρινά καθόλου δικός σου,
Ο πρωταγωνιστής