Σε αγάπησα για τις πιο σκοτεινές σου αποχρώσεις..


Γράφει η Βασιλική Κοτλίτσα
Σε είδα να στέκεσαι στην άκρη μιας μαρίνας, μόνος σου, κοιτώντας την απέραντη θάλασσα και τα φώτα που μετέτρεπαν το τοπίο σε υπέρλαμπρο θέαμα.
Σε βρήκα την ώρα που τα μυαλό σου ταξίδευε, και το μέσα σου ήταν κενό, άδειο και βαθύ. Και τότε φρόντισα για σένα, σε πήρα από το χέρι και χαθήκαμε.
Χαθήκαμε σε νύχτες χωρίς αρχή και τέλος. Προσπάθησα να ζωντανέψω τα άψυχα βράδια σου και τις σκοτεινές σου σκέψεις σε κρυφές επιθυμίες. Προσπάθησα να αδράξουμε κάθε ευκαιρία που βρίσκαμε μπροστά μας , να κάνουμε το πόνο σου ελαφρύ και το δάκρυ σου γέλιο. Να μετατρέψω το θυμό που είχες μέσα σου σε ηρεμία και τα όνειρα που έβλεπες σε μια ζωή που ήθελες να ζήσεις. Ήθελα τα λόγια που θα έβρισκες να πεις να γίνουν ξανά όμορφα , οι πληγές σου να επουλωθούν από έρωτα και τα σημάδια σου από αγάπη.
Γι’ αυτό σε πήρα μαζί μου εκείνη τη νύχτα. Για να νιώσεις για λίγο ελεύθερος και να χαμογελάσεις ξανά, δίνοντας σε την ευκαιρία που ζητούσες και το θαύμα που περίμενες να γίνει.
Δεν ήξερα όμως, ότι το μυαλό σου είχε μείνει ριζωμένο στο παρελθόν και στις δύσκολες στιγμές που είχες ζήσει. Ότι γνώρισες τη μοναξιά ενώ περιτριγυριζόσουν από ανθρώπους, και είχατε γίνει οι καλύτεροι φίλοι. Δεν ήθελα να δεχτώ ότι η προσπάθεια που έκανα με οδηγούσε κάθε φορά από εκεί που ξεκινήσαμε, γι αυτό και εγώ έμενα ακόμα.
Έμενα κοντά σου για καιρό, να προσπαθώ να μη σου λείπει τίποτα. Να είμαι εκεί μη τυχόν φοβηθείς και ξεχαστείς πάλι σε καμιά μαρίνα, ψάχνοντας για έρωτες χωρίς επιστροφή. Πιστεύοντας ξανά σε ψεύτικες αγάπες και δηλητηριασμένα φιλιά που θέλουν μόνο το κακό σου.
Και τότε η επιμονή μου, έγινε συνήθεια και η συνήθεια αγάπη. Σε αγάπησα για τις πιο σκοτεινές σου αποχρώσεις, για την απάντηση που άκουγα κάθε φορά που σε ρωτούσα «τι σκέφτεσαι», για το τίποτα που πήρα από όλα αυτά που έγιναν δικά σου. Για το μείνε που μου έλεγαν τα μάτια σου κάθε φορά που πήγαινα να το βάλω στα πόδια νομίζοντας πως μαζί σου χάνω άδικα το χρόνο μου. Για τα δάκρυα σου που δεν ήταν για μένα, αλλά με άφησες να τα δω. Για όλα αυτά που είχαν θαφτεί και ξεχαστεί σε μια εκκωφαντική σιωπή.