Εμείς οι δυο, σε έναν γύρο του θανάτου, ξανά.. και ξανά..


Γράφει η Μαρία Κουγιουμτζόγλου
Σα να μην πέρασε μια μέρα, εσύ κι εγώ, ξανά μαζί.
Όλα ξεκινούν μ’ εκείνο το βλέμμα, που μοιάζει με συνομωσία, σαν κοινό μυστικό που μοιραζόμαστε μόνο εσύ κι εγώ.
Ζευγάρια μάτια υγρά, μεθυσμένα, ερωτευμένα, ζυγίζουν το ένα το άλλο και χάνονται σε μπερδεμένους λαβύρινθους καρδιάς και λογικής, προσπαθώντας να μαντέψουν προθέσεις κι αισθήματα που ήδη γνωρίζουν, που ήδη ξέρουν και που ποτέ δεν έσβησαν.
Σαγήνη, αίνιγμα, πάθος, μυστήριο, ένταση κι επιθυμία αναμειγμένα με τη σιγουριά της απέραντης αγάπης που μοιραστήκαμε κάποτε.
Ποιος άραγε θα σταθεί πιο δυνατός αυτή τη φορά; ποιός θα υπερισχύσει έναντι του άλλου; Ποιος αγαπάει πιο πολύ, ποιος πονάει πιο πολύ, ποιος είναι ο θαρραλέος και ποιος ο δειλός;
Πλησιάζεις αργά, αν κι έχεις ήδη αργήσει.
Προσποιούμαι την ξαφνιασμένη και κάνω ένα βήμα πίσω.
Αλλά όχι, δε θα δειλιάζω τούτη τη φορά! Δεν κάνω πίσω.
Τόλμα να με πιάσεις και θα δεις!
Δε θα τρέξω, δε θα σπάσω, δε θα χαθώ!
Δώσε ζωή στο μέτριο και το λίγο που έζησα χωρίς εσένα κι ανάστησέ με.
Χαμογελάω αυτάρεσκα, αινιγματικά, θηλυκά, διασκεδάζοντας μ’ εκείνη τη φευγαλέα ιδέα που βλέπω να σου περνάει απ’ το μυαλό, ότι μπορεί να σε κοροϊδεύω και να παίζω μαζί σου.
Όμως τα μάτια μου προδίδουν και μαρτυρούν, ότι μ’ έχεις ακόμα.
Ποτέ δε μ’ έχασες άλλωστε!
Είμαι δική σου, όπως εκείνη την πρώτη φορά που σε συνάντησα. Τότε που ξύπνησες την καρδιά μου, μ’ ένα και μόνο χαμόγελο απλά, αβίαστα, αμοιβαία…
Με την ανάσα μου κομμένη, με τους παλμούς της καρδιάς ν’ αυξάνουν ολοένα, είμαι έτοιμη για σένα και περιμένω καιρό τώρα, μόνο εσένα.
Θέλω να νιώσω γι’ άλλη μια φορά τον πόθο σου για μένα, αδύναμο κι ανίκανο να κρυφτεί.
Να χαμηλώνω τα μάτια για να κρύψω τι νιώθω, μόνο και μόνο για να σε δω ν’ αμφιβάλεις, να φοβηθείς, να τρέξεις πίσω μου, να δεις πάνω και πέρα απ’ το αυτονόητο και το προφανές και να με κερδίσεις ξανά.
Αλλά ποιόν κοροϊδεύω; Το άρωμά μου αποπνέει λαχτάρα. Το στήθος μου πάλλεται απ’ την ανίκανη προσπάθεια, να κρύψω τους κτύπους της καρδιάς μου όταν μ’ αγγίζεις.
Έλα να παίξουμε ξανά εκείνο το δικό μας, το αργό, το ηδονικό παιχνίδι της αφής…
Με ακροδάχτυλα που τρέμουν πάνω στο δέρμα που καίει κι ανατριχιάζει όπου κι αν τ’ ακουμπάς.
Με μάτια κλειστά, ονειροπόλα, με σκέψεις πρόστυχες, κρυφές, που οδηγούν το μυαλό στο μαγικό κόσμο του ονείρου.
Με χυμούς που πλημμυρίζουν το κορμί που θέλει ν’ ανθίσει, να ερωτευτεί, ν’ αγαπηθεί.
Με χέρια που καίνε, που αφήνουν σημάδια στο άγγιγμά τους και που χαράζουν καινούριους δρόμους στη ζωή, έλα και θύμισέ μου, πως είναι ν’ αγαπιέσαι και ν’ αγαπάς δίχως όρια.
Χωμένοι ο ένας βαθιά μέσα στην αγκαλιά του άλλου, το σώμα σου στο σώμα μου, το στόμα σου στο στόμα μου, η ανάσα σου να παίρνει τη δική μου, έτσι που να μην ξέρουμε ποιος εισπνέει, ποιος εκπνέει, ποιος ζει, ποιος πεθαίνει.
Κορμιά πεινασμένα, παλεύουν, υποτάσσονται, παραδίνονται και υποχωρούν, μόνο και μόνο για ν’ ανακτήσουν δυνάμεις και ριχτούν στη μάχη ξανά, προσπαθώντας να σβήσουν το χαμένο χρόνο.
Σα να μην πέρασε μια μέρα. Εσύ κι εγώ, στροβιλιζόμαστε ζαλισμένοι, σ’ ένα ατέλειωτο γύρο ζωής και θανάτου, ξανά και ξανά και ξανά!