Γράφει η Αγγελική Μεταξά
Μ’ έγδυσες.
Όχι από ρούχα — από φόβο.
Με κοίταξες λίγο πιο βαθιά απ’ όσο άντεχα.
Και δεν μ’ ένοιαξε. Για πρώτη φορά, δεν προσπάθησα να κρυφτώ. Δεν έτρεξα. Δεν άλλαξα θέμα. Στάθηκα εκεί, ολόκληρη, με όλες τις αλήθειες που πάντα φοβόμουν να πω.
Δεν ήταν τα χέρια σου που με άγγιξαν. Ήταν η σιγουριά στο βλέμμα σου. Ήταν οι σιωπές σου που δεν μου ζήτησαν τίποτα, αλλά μου πήραν τα πάντα.
Μου πήραν το «δεν αξίζω», μου πήραν το «δεν είμαι αρκετή», μου πήραν το «δεν πρέπει να δείχνω πόσο νιώθω». Και ξαφνικά, ήμουν απλώς εγώ. Χωρίς ρόλους, χωρίς άμυνες, χωρίς σκιές.
Και φοβήθηκα. Όχι εσένα. Εμένα φοβήθηκα.
Που άφησα κάποιον να δει τόσο βαθιά μέσα μου. Που ένιωσα να σπάει κάτι που είχα χτίσει χρόνια: το τείχος. Εκείνο που με Proστάτευε αλλά και με έκρυβε.
Μ’ έγδυσες.
Όχι με βιασύνη. Όχι με θόρυβο. Με μια απλή παρουσία.
Μ’ έναν τρόπο που δεν ήξερα ότι υπάρχει. Μ’ έναν τρόπο που δεν ήξερα ότι αξίζω.
Και ξέρεις τι είναι το πιο τρομακτικό;
Ότι δεν το ζήτησα. Δεν στο ζήτησα.
Το έκανες απλώς, επειδή μπορούσες.
Επειδή μ’ έβλεπες.
Όχι όπως με είδαν άλλοι.
Αλλά όπως ήθελα πάντα να με δει κάποιος.
Μ’ έγδυσες από όλα όσα φοβόμουν πως θα με κάνουν να φύγεις.
Και για λίγο, έμεινες.
Αρκετά για να καταλάβω πως δεν χρειάζομαι πια άμυνες.
Αρκετά για να θυμηθώ πως ο φόβος δεν νικάει πάντα.
Αρκετά για να πιστέψω ότι κάποιος μπορεί να δει τα πιο σκοτεινά σου σημεία
και να μην τρέξει μακριά.
Μ’ έγδυσες.
Όχι από ρούχα.
Από το βάρος του «πρέπει». Από το ψέμα του «δεν νιώθω».
Και με άφησες γυμνή.
Επιτέλους, αληθινή.