Για εκείνον, είναι η γυναίκα του· για εκείνη, ο κόσμος της όλος!
Γράφουν ο Γιώργος Καραγεώργος και η Ματίνα Νικάκη – MaGio
Εκείνος
Είμαι εγώ! Ο λόγος που θα χοροπηδάς από ευτυχία. Η αιτία του πιο μεγάλου σου χαμόγελου. Η αφορμή και η αφετηρία των ονείρων σου.
Είμαι εγώ! Εκείνος που θα σε κάνει να ξεχάσεις τους άλλους άντρες. Εκείνος που θα σου επαναπροσδιορίσει τι είναι ο άντρας. Εκείνος που θα σου χαρίσει την ασφάλεια.
Είμαι εγώ! Αυτός που θα είναι δίπλα σου στον πρωινό καφέ σου, η πρώτη καλημέρα σου, το πρώτο σου φιλί στο μέτωπο. Η γεμάτη καρέκλα στο τραπέζι σου όταν τρως. Τα χέρια που θα σε σκεπάζουν με φροντίδα τα βράδια που η κουβέρτα σου θα πέφτει.
Είμαι εγώ! Οι βόλτες σου οι ανέμελες, τα παιδιάστικα κι ανέμελα φερσίματά σου, οι δρόμοι που δεν έχεις πάει ακόμα. Η συγχώρεση στα λάθη σου, τα “δεν πειράζει” όταν θα σε πιάνουν τα πείσματα, τα “είμαι εδώ” και τα “δεν είσαι μόνη σου” όταν θα νιώθεις ότι χάνεσαι. Το άλλο χέρι που θα κουμπώνει στο δικό σου, τα δύο μάτια που θα σε έχουν για στόχο τους, ο επιστήθιος φίλος σου που θα του λες τα μυστικά σου.
Είμαι εγώ! Οι οργασμοί σου. Των ποδιών σου το τρέμουλο. Τα “αχ” σου τα από καύλα ειπωμένα. Ο πόθος σου. Το αναψοκοκκίνισμα στα μάγουλά σου. Ο τελειωμός σου που θα βρέχει τα σεντόνια. Ο έρωτας. Τα βράδια σου που θα καίγεσαι υπέροχα. Η ξαφνική και αναπάντεχη διείσδυση.
Είμαι εγώ ο άντρας σου, ο εραστής σου, το για πάντα σου!
Εκείνη
Ήξερε τι ήταν, εκείνη. Από μόνη της, σαν μονάδα. Έτσι είχε μάθει να λειτουργεί πάντα. Μόνη της φοβόταν, έκλεινε τα μάτια και τ’ αυτιά της, να φύγουν οι φόβοι της.
Μόνη της πάλευε, με το δικό της σπαθί, χωρίς κανένα αντιπερισπασμό. Ή θα τη γλίτωνε με αμυχές, ή θα αιμορραγούσε μέρες. Μόνη της μάθαινε από τις πτώσεις της. Σηκωνόταν πάντα και δεν ξαναβαδίζε στα ίδια μονοπάτια.
Μόνη της χαμογελούσε, ονειρευόταν μπροστά από ένα ηλιοβασίλεμα. Ήξερε τον εαυτό της καλά. Έμαθε και τους άλλους, όλους, τους μελετούσε γιατί ο φόβος της είχε φτάσει την αντίληψή της στο τέρμα.
Κάθε που έπλενε το πρόσωπό της κάθε πρωί, κοιτούσε τον εαυτό της στα μάτια και χαμογελούσε. Έλεγε σ’ αυτή που έβλεπε μέσα στον καθρέφτη πόσο περήφανη είναι. Ήθελε να της κάνει μία χάρη όμως. Να αγαπήσει και να αγαπηθεί πολύ και δυνατά.
Σαν ευχή λειτούργησε, και μία νύχτα βρέθηκε μπροστά του. Ένιωσε λίγο αμήχανα γιατί αυτός την ήξερε, χωρίς να έχουν γνωριστεί. Διάβαζε το μυαλό της, ήξερε τι ένιωθε, κατάλαβε τι είχε νιώσει. Άγγιζε με αγάπη την πόρτα της καρδιάς της, την έσπρωξε απλά και κρυφοκοίταξε. Είδε το φως της όλο και σάστισε. “Είσαι δική μου,” είπε! Και το ’κανε.
Την έκανε άνθρωπό του, στ’ αλήθεια. Τη φρόντισε σαν το πολυτιμότερό του. Ηρέμησε αυτή, δεν της άφησε περιθώριο εξάλλου. Την ημέρευε μέρα τη μέρα.
Τώρα, για εκείνον, είναι η γυναίκα του· για εκείνη, ο κόσμος της όλος, το λούνα παρκ που δεν την είχαν πάρει ποτέ να παίξει. Αν την ψάξεις, εκεί θα τη βρεις, πότε στα αλογάκια, πότε στη ρόδα, σιγοτραγουδώντας και χαμογελώντας.