Γράφει η Ελένη Σ. Αράπη
Τον κοίταξε με την αναίδεια ενός παιδιού, λύγισε, χαμήλωσε το βλέμμα.
Πώς να αντέξει τόσο φως; Τυφλώθηκε.
Έκτοτε εκείνη έγινε τα μάτια του.
Η αλήθεια το φως, η αγάπη το πάθος, η αγνότητα η χαμένη του παιδικότητα.
Ποτέ άλλοτε δεν είχε νιώσει έτσι, καλύτερα ποτέ του δεν είχε νιώσει.
Συνήθιζε να ‘ναι παρατηρητής της ζωής, να παρακολουθεί τη λατρεία, τα όνειρα, τον πόνο, τον θάνατο των άλλων πάντα.
Θεός, χτίστης και γκρεμιστής.
Τώρα όμως η κλεψύδρα του ξέφυγε από τα χέρια, ξαφνικά δεν όριζε το παιχνίδι. Συνέλαβε τον εαυτό του να ποθεί, να οικτίρει το “πιο πολύ”.
Χαμογέλασε ο Έρωτας Φάνητας.
Ο γεννήτορας του φευγιού, της λήξης, να λαχταρά να την Ζήσει πιο πολύ κι ακόμα πιο πολύ, πάση θυσία.
Μέγιστη επιθυμία του τα απλά, τα ακριβά· ένα φιλί που να ρέει στα χείλη το “σ’ αγαπώ”, ένα σπήλαιο εστία που μέσα του να κατοικεί, όλα τα θέλω του εντός της.
Θυσίασε εαυτόν οικειοθελώς, διαμελίστηκε, αναγεννήθηκε ως νέος Ορφέας, παρακαλώντας την λίγο ακόμα να φαγωθεί απο το άγιο στόμα.
Βίωσε την αποκαθήλωση του χρόνου, την ενθρόνιση της στιγμής.
Έκτοτε ήξερε οτι μόνο στο Μαζί ξημερώνει η Ζωή.
Τα ομορφότερα ποιήματα δεν γράφονται· βιώνονται.