Ένα κορίτσι, κι εκείνο το άλλο κορίτσι..
Γράφει η “Κλεψύδρα”
Προετοίμαζαν το τραπέζι με τρομακτική επιμέλεια. Είχαν καθαρίσει απο νωρίς το μεγάλο καθρέπτη στο χώλ και περιμέναν.Εκείνη περίμενε!
-Είστε άχρηστοι! Όλοι άχρηστοι! φώναξε και ύστερα χτύπησε μια πόρτα πίσω της
Mάλλον ο,τι περίμενε δεν ήρθε.
Θυμωμένα δάκρυα κύλησαν στο καλοβαμμένο πρόσωπο. Πώς μπόρεσε να της το κάνει;
Σε ένα πλάσμα, ευλογημένο.
Σε ένα πλάσμα που είχε τα πάντα, πάντα.
Συνεδρίες με ψυχολόγο, πολλά νεύρα και ξεσπάσματα, κατινίστικους διαλόγους στα τηλέφωνα και αλλαγές στην εμφάνιση.
Ύστερα απο μερικούς μήνες, πολλά χάπια και ένα βαρύ χειμώνα, χαμογελάει ξανά.
Αλκυονίδες μέρες. Έγινε πάλι εκείνο που ήταν .
Ένα άλλο κορίτσι.
Δούλευε απ το πρωί, τραβηγμένα χαρακτηριστικά και μάτια με κύκλους. Στα μάτια της διέκρυνες μια ασυνήθιστη βιασύνη. Τελειώνει τη δουλειά και φεύγει.
Τώρα στέκεται, χαζεύει μια αφίσα με ένα σκελετωμένο παιδί, απλώνει το χέρι και χαϊδεύει τη λέξη “βοήθεια”.
Ο γιατρός του ογκολογικού νοσοκομείου τη φωνάζει. Τον κοίταξε, έκλεισε για ένα δευτερόλεπτο τα μάτια και τα σφιξε. Ξεροκατάπιε.
Κινήθηκε προς το δωμάτιο, έκατσε σε μια άβολη καρέκλα και φόρεσε ένα υποτυπώδες χαμόγελο.
Μια απέλπιδα προσπάθεια. Ακούμπησε ένα χέρι και ρώτησε, “είσαι καλύτερα μαμά;”