Θέλω όταν γεράσω, αν καταφέρω κάποια στιγμή στο μέλλον να περηφανευτώ ότι γέρασα, να θυμάμαι μόνο τα όμορφα πράγματα που έζησα σ’αυτή τη ζωή. Κι αν θυμάμαι και τα άσχημα, να μπορώ να τα τυλίγω κι αυτά με μια συννεφιασμένη, αλλά περήφανη μνήμη, ότι τα πάλεψα και τα νίκησα.
Πρώτα από όλα, θέλω να με αγκαλιάζουν, όπως συμβαίνει και τώρα, τα παιδικά μου χρόνια, κάπου εκεί στην ανέμελη δεκαετία του ’80: το σχολείο που ξεκινούσαμε καραβάνι ολόκληρο, να διανύσουμε μια αστεία απόσταση από το σπίτι ως εκεί. Όλο γέλια, τρεχοβολητά και φωνές.
Το παιχνίδι, κουτσό στα πεζοδρόμια, να ζωγραφίζουμε τις πλάκες με ενα τουβλάκι στο χέρι, λάστιχο στις αυλές και στις εισόδους των πολυκατοικιών. Χωρίς αίσθηση κινδύνου, χαμένοι ώρες ατελείωτες από τις μανάδες μας…τα κάλαντα-μεροκάματο τις γιορτές και τα μπάνια του καλοκαιριού, ολημερίς στην αμμουδιά σε κάποιο χαλκιδικιώτικο χωριουδάκι.
Ακόμα μυρίζει η καμμένη ζάχαρη από το μαλλί της γριάς και η κόκκινη καραμέλα από τα μηλαράκια των πλανόδιων στα πανηγύρια.
Κι ακόμα φέγγουν τα κυριακάτικα βράδια, που ο ύπνος δε μου κολλούσε, παρά χάζευα την πράσινη αντανάκλαση της τηλεόρασης – θηρίου, από την Αθλητική Κυριακή που έβλεπε ο μπαμπάς.
Σ’αυτή την κρυψώνα πηγαίνω και χώνομαι, κάθε φορά που αποζητώ την παρηγοριά, για τον κόσμο τον τωρινό, τον απρόσωπο, τον γεμάτο κινητά τηλέφωνα και λοιπά βλακωδώς αναγκαστικά γκατζετάκια. Και γίνεται αυτό το μέρος η πηγή και η προμήθεια των αντοχών, κι εκεί που πάνε να στερέψουν, όλο και ξαναγεμίζουν, από την ικανοποίηση πως είχα την τύχη να τα ζήσω αυτά, όλη αυτή την τέλεια συμπιεσμένη αθωότητα.
Και θέλω να θυμάμαι όσα έδωσα αλλά και αυτά που έλαβα. Θέλω να θυμάμαι πως αγάπησα και αγαπήθηκα, πως πόνεσα, αυτοπαθώς μα κι ενεργητικά, πως έκλαψα, αλλά πρόσφερα και πολλές αιτίες δακρύων. Θέλω να μην ξεχάσω ποτέ πως νοιάστηκα, μα και πως υπήρξα έγνοια.
Δεν ξέχασα κι ούτε πρόκειται, αλλά συγχώρεσα.
Είδα ανθρώπους να φεύγουν από τη ζωή κι είδα άλλους να γεννιούνται. Αποχαιρέτησα και υποδέχτηκα.
Κι όπως σε όλη τη ζωή μου ως τώρα, με συντρόφευαν οι μουσικές μου…αυτές τις μουσικές θέλω κοντά μου, να ντύνουν τις στιγμές μου, της χαράς ή του πόνου, να τραγουδάνε τις αναμνήσεις μου.
Και τελικά, ξέρεις τι θέλω; να πλουτίσω από συναισθήματα, να αποζημιώσω την αγάπη. Να είμαι ευγνώμων για τα καλά, μα και για τα άσχημα, γιατί τα πρώτα ευχαριστούν, αλλά τα δεύτερα διδάσκουν..να ντυθώ την ανθρωπιά και την υπομονή, μήπως μπορέσω να συνειδητοποιήσω το λόγο που πέρασα κι εγώ από αυτό το σύντομο-ή όχι-ταξίδι που λέγεται ζωή.
Κι ίσως…γιατί όχι; να μπορέσω να μείνω για πάντα παιδί.