Γράφει η Κάρυ Γκλεζάκου
Δευτερη απωλεια μεσα σε λιγοτερο απο 20 μερες.. Χριστουγεννιατικα..
Τα πρώτα φώτα άναψαν δειλά -δειλά σαν τις πρώτες νιφάδες που πάντα από παιδί περίμενες να δεις να πέφτουν πάνω στο χώμα.
Να κάνει κρύο, να παγώσει η λίμνη απέναντι από το παράθυρο, να κρεμάσουν οι πάγοι στα κάγκελα του μπαλκονιού, να γράψεις το πρώτο σου γράμμα με τα πρώτα σου γράμματα στον Άγιο Βασίλη..
Φανταζόσουν ποδήλατα, κούκλες που περπατανε και μιλανε και τη σουβλίτσα με τον κλούβιο, να τους δίνεις μιά σφαλιάρα στη φαντασία σου και να τους σκορπάς μέσα στη σκόνη που σήκωνες με τα πόδια στο κοκκινόχωμα.
Και μετά, να βλέπεις το χιόνι να πέφτει και ν’ ακούς τα παραμύθια με τα βασιλόπουλα εκεί μακριά στην Καισσάρεια πέρα από τα 5 ποτάμια και τα 10 βουνά, τα λιβάδια και τ’ αγέρωχα κάστρα με τις σιδερένιες πόρτες και τους ιππότες τους, στις πολεμίστρες.
Ένα ποδήλατο, μία barbie, -στη συνέχεια- ένα βιβλίο, ένα μολύβι, ένα μπλοκ ζωγραφικής και πολλούς μαρκαδόρους να ζωγραφίσεις, να ζωντανέψεις τα παραμύθια και τους φίλους σου, αυτούς τους καλύτερούς σου φίλους..
Τους φανταστικούς..
Να περνάνε τα Χριστούγεννα κι εσύ κάθε χρόνο δειλά να προσμένεις τις πρώτες νιφάδες στο παράθυρο, μόνο πού τώρα είσαι μακριά από το βουνό κει πίσω και δεν βλέπεις τη λίμνη απέναντι..
Βλέπεις όμως τοίχους και πολλά φωτάκια πάλι.
Σαν πέρασε ο καιρός, συμβιβάστηκες και είπες τα φωτάκια χιόνι και πάντα ονειρευόσουν πώς το χιόνι έπεφτε πυκνό και αφράτο και το έστρωνε για τα καλά και πεταγόσουν, ξυπνούσες κι έτρεχες στο παράθυρο να “δεις” την ησυχία και το λευκό λιβάδι.
Μα τα φωτάκια μόνο τρεμόσβηναν και οι νιφάδες ήταν κάπου ψηλά κι αλλού να πέφτουν με την ησυχία τους, εκεί που τούς άξιζε, εκεί πού πρέπει.
Κάθε χρόνο και νέο γράμμα..
Το ποδήλατο έγινε κουκλόσπιτο, επιτραπέζιο, η πρώτη φωτογραφική μηχανή, μα το μπλοκ και οι μαρκαδόροι πάντα ίδιοι!
Κι άνοιγες τα δώρα συντροφιά με τους φανταστικούς!
Να μην είσαι μόνη στη χαρά σου.
Πέρασαν τα χρόνια και πού και πού, τα χιόνια ερχόντουσαν κι αυτά και σε επισκέπτονταν και χαιρόσουν πολύ!
Έβγαινες τότε πάλι έξω κι έτρεχες, να φτιάξεις χιονάνθρωπο και να ρουφήξεις παγωμένο αέρα, μά ποτέ δε ήσουν μόνη, αισθανόσουν τους φίλους σου δίπλα!
Αυτούς τους φανταστικούς.
Έτσι και τώρα κοτζάμ γαϊδούρα κάθισες πάλι να γράψεις γράμμα στον Άγιο Βασίλη. Μήπως και αυτή τη φορά τον πιάσει το πείσμα να σου αποδείξει πώς πραγματικά υπάρχει!
Γράμματα ξέρεις πιό πολλά και παραμύθια ακόμα περισσότερα, μα το πιό δύσκολο είναι πώς οι φίλοι οι φανταστικοί με τον καιρό πήραν κι αυτοί το δρόμο τους, γύρισαν στο χωριό τους, στη λήθη πέρα μακριά.
Περπάτησαν τρία βασίλεια και ανέβηκαν πέντε βουνά, διέσχισαν και κάνα δυό ποτάμια.
Δεν ήθελες και πολλά φέτος. Μόνο ένα!
Αυτό πού θα ήθελες γιά πάντα.
Να το τυλίξεις στήν καρδιά σου και να το αγκαλιάσεις μέχρι να γίνετε ένα!
Να γελάσετε μαζί και να κλάψετε μαζί.
Να ζήσετε μαζί.
Έμαθες βλέπεις ν’ αγαπάς και μόνη σου.
Να μιλάς στα ζώα και να φοβάσαι να κόψεις ακόμα κι ένα λουλούδι μή του στερήσεις τη ζωή.
Έμαθες να κλαίς με τον πόνο των άλλων, μα ποτέ τον δικό σου,(άσχετα αν έκλαιγες μόνη σου )
κι έμαθες να προσπαθείς να τούς δώσεις κάτι να ζεστάνει η καρδιά τους.
Έμαθες να ξεπερνάς βουνά, ποτάμια, κάστρα να πολεμάς ιππότες και να κοιμάσαι μ’ αλεπούδες, μα δεν έμαθες ένα.
Δεν βρήκες το ένα..
Μάλλον το βρήκες αλλά αυτό σου έφυγε, γιατί.. Γιατί;
Επειδή..
Θα ‘ρθουν άλλα σού είπαν, μα δεν ματαήρθαν.
Βγαίνεις στο δρόμο και ο νούς σου τρέχει πέρα στα πέτρινα σπίτια και στη θάλασσά σου, στα βουνά και στα χιόνια σου που ακόμα και χθες είδες στο όνειρο σου, να πέφτει απαλά πάνω στη λίμνη!
Πήρες χαρτί και άρχισες να γράφεις το γράμμα σου. Ένα… ένας, μία, ένα.
Καλοί μου φίλοι, όπου κι αν είστε να με σκέφτεστε φέτος!
Να σκέφτεστε αυτούς που έχουν ανάγκη ένα καλό λόγο, μιά αγκαλιά κι ένα χάδι. Να γελάτε!
Η λήθη δεν είναι και τόσο μακριά.
Η αγάπη μόνο απέχει.
Απέχει το μεγαλύτερο ταξίδι και μόλις τη φτάσεις, ξαναμακραίνει σαν τη στεριά στο ναυαγό.
Θα ανοίξω το μπλοκ μου και θα πιάσω τους μαρκαδόρους μου.
Θα προσπαθήσω να φέρω με χρώματα κοντά μου, τον μπαμπά και την θεία μου την Έφη που έφυγε σήμερα χωρίς να προλάβω να την δώ..
Θα είναι τα καλύτερά μου δώρα!
Εκεί ήταν πάντα οι φίλοι και το Ένα και όλα.
Φαντασία θέλει καμμιά φορά και όχι τρόπο.
Τι να τα κάνεις όλα όταν άλλοι δεν έχουν το ένα, όποιο και να είναι αυτό;
Ζούμε στο απρόσωπο και στο υλικό.
Αντικαταστήσαμε τις νιφάδες με λαμπάκια και την αγάπη με φορτιστές, μην ξεμείνουμε απ’ αυτούς που αγαπάμε.
Άγιε μου άγιε Βασίλη, θα ήθελα φέτος να υπάρξεις!