Σου είπα πως δεν θα ξαναγράψω. Διαπιστώνω όμως ότι είναι ένα σαράκι που με τρώει, η ανάγκη μου για γράψιμο. Είναι το οξυγόνο που αναπνέω, η σύνδεσή μου με τον κόσμο και η ερμηνεία του. Είναι ο μόνος τρόπος που νιώθω πως έχω για να κατανοώ τον εαυτό μου.
Απόψε αποφάσισα λοιπόν να γράψω και πάλι. Να ανοίξω τα χαρτιά μου, να ξύσω τα μολύβια μου, να γεμίσω τα όπλα μου με μελανές σφαίρες.
Ως αριστερόχειρας, θα ανάψω τσιγάρο με το δεξί, ένα τσιγάρο που θα ξεφτάει ανεξέλεγκτα τη στάχτη του στο τραπέζι, καθώς θα γράφω ξανά με μανία, ξεχνώντας ότι το κρατώ.
Ήρθε λοιπόν η ώρα να σου αποκαλύψω το θέμα μου. Πάντοτε,άλλωστε, ήσουν ο «δοκιμαστής» των κειμένων μου, ο δαμαστής της έμπνευσής μου.
Πάντοτε είχες εκείνη την αλλόκοτη δύναμη να πυροδοτείς τις σκέψεις και τα λόγια μου.
Δικαιωματικά λοιπόν κερδισες και την προνομιακή προτεραιότητα να τα διαβάζεις πρώτος, με ελάχιστες εξαιρέσεις.
Στο θέμα, όμως, στο θέμα μου.
Ας μην θεωρηθεί εγωκεντρισμός, αλλά σήμερα θα σου μιλήσω για μένα. Θα σου περιγράψω το άτομο εκείνο που σκοπεύω να ξυπνήσει αύριο το πρωί.
Απόψε το βράδυ, θα πέσει για ύπνο ένα κορίτσι, ένα μεγάλο παιδί, με μια καρδιά ορθάνοιχτη και ένα μυαλό που παραπαίει ανάμεσα στην ανωριμότητα και τις ενήλικες απαιτήσεις, για να κλάψει μια νεογέννητη χαρά ενηλικιωσης μέχρι την ανατολή.
Θα ακουμπήσει στο μαξιλάρι ένα κεφάλι προβληματισμένο, γεμάτο έννοιες και μπερδεμένες σκέψεις, αγωνιώντας αν το αεράκι της αυγής θα τις παρασύρει μακριά.
Θα κουλουριαστεί σε μια γωνιά του κρεβατιού ένα κορμί κουρασμένο και γεμάτο εξάντληση ψυχολογική, για να γεμίσει όλη τη νύχτα ενέργεια και δυναμική.
Κάτω από τα σεντόνια θα κρυφτεί ένα πρόσωπο πιο πολύ παιδικό παρά γυναικείο, που το αγάπησαν τα δάκρυα και το κατοίκησαν, μα εκείνο αγαπάει περισσότερο το χαμόγελο και το παραφυλάει να το φορέσει.
Απόψε θα πάει στο κρεβάτι ένα παράπονο, θα ξαπλώσει αθόρυβα πάνω σε δυο μάτια βουρκωμένα, με την ελπίδα να ξυπνήσει το πρωί σαν ήλιος του καλοκαιριού.
Μια φωνή θα ψιθυρίσει»καληνύχτα» στο φεγγάρι, που μοιάζει με φέτα από το πεπόνι που αγοράσαμε παρέα το απόγευμα, με την προσδοκία πως θα σηκωθεί στις έξι τραγουδώντας.
Τι απόμεινε; σωστά, η καρδιά. Αχ, αυτή η καρδιά η «τζαναμπέτα»..γι’ αυτήν την ατίθαση μικρή..γι’αυτή λοιπόν, τα σχέδια είναι μεγαλεπήβολα.
Της έχω ετοιμάσει ένα μαγικό φίλτρο. Είναι ένα μείγμα μοναδικό για τον κάθε άνθρωπο, μα με το ίδιο για όλους όνομα. Το λένε «μυαλό».
Θα βάλω λοιπόν μυαλό στην καρδιά μου, να μάθει να σκέφτεται, πριν νιώσει, πριν χτυπήσει άτσαλα, πριν πέσει θύμα εμπρησμού.
Σκοπεύω να την ποτίσω με λογική, για να πάψει να είναι μια «αλάνα που μέσα της παίζουν παιδιά» όπως λέει και ο στίχος. Θα την περιχαρακώσω και θα την περιφράξω σαν οικόπεδο, με μια μικρή κερκόπορτα, μόνο για λίγους κι εκλεκτούς.
Θα της αλλάξω τα φώτα, μα δε θα της επιτρέψω να με ξαναπληγώσει, ούτε και να με εκθέσει.
Τα μάτια μου κλείνουν, είναι ώρα..ήρθε η στιγμή να φορέσω την πανοπλία μου και να παλέψω με τα θηρία..ε…συγνώμη..να παω για ύπνο ήθελα να πω.