Γράφει η Ειρήνη Σταυρακάκη
Το παιδί χάθηκε στις σκέψεις του. Έκλεισε το βιβλίο, έσβησε το φως και τα μάτια του πάγωσαν. Δεν ανοιγόκλεισε τα βλέφαρα. Του ήρθε στο μυαλό η συζήτηση των γονιών του. Χτες το βράδυ στο σαλόνι η μητέρα έκλαιγε και ο πατέρας ψιθύρισε την τελευταία φράση της πριν το αναφιλητό, «Το κοριτσάκι χάθηκε». Ο μπαμπάς αγκάλιασε τη μαμά και προσπάθησε να την ηρεμήσει.
Ήταν σίγουρος πως το κοριτσάκι για το οποίο συζητούσαν οι γονείς του ήταν η Άννα. Είχε τρεις μέρες να φανεί στο σχολείο και έξω στην αυλή του σπιτιού της υπήρχαν μεγάλοι κύριοι με στολές και πιστόλια. Γιατί έφυγε όμως; Την τελευταία φορά που μιλήσαμε ζωγραφίζαμε μαζί χριστουγεννιάτικες κάρτες. Της ζήτησα τον κόκκινο μαρκαδόρο για να γεμίσω χρώμα την χριστουγεννιάτικη μπότα μου.
Εκείνη ξαφνιάστηκε. Κοίταξα την δική της χριστουγεννιάτικη μπότα. Ήταν γκρίζα στο χνούδι και μαύρη στο εσωτερικό της. Πώς γίνεται μια μπότα να είναι έτσι; Μου έκανε εντύπωση αλλά δεν ήθελα να την ρωτήσω. Φαινόταν ότι κάτι έχει, κάτι σκεφτόταν. Ήθελα να μου πει την χριστουγεννιάτικη ιστορία της όπως κάθε παιδί, έτσι κι εκείνη θα είχε κάποια ιστορία να διηγηθεί.
Την ρώτησα, λοιπόν, με χαμόγελο τι δώρο θα ήθελε φέτος από τον Άγιο Βασίλη. Τα μάτια της άλλαξαν χρώμα, με κοίταξε με άγριο βλέμμα και απάντησε: «Είσαι κουτός. Δεν ξέρεις. Ο Άγιος Βασίλης δεν υπάρχει. Ποτέ δεν υπήρξε. Σου λένε ψεύτικες ιστορίες».
Δεν συνέχισα τη συζήτηση. Ένιωσα πως η παρουσία μου δεν της άρεσε. Δεν είχε νόημα να προσπαθώ άλλο. Αποφάσισα να πάω σε άλλο πάγκο με περισσότερα παιδιά για να ζωγραφίσω. Δεν γίνεται αυτά που λέει να είναι αλήθεια, δεν μπορεί. Είναι νευριασμένη για κάτι, γι’ αυτό και λέει ό, τι της έρθει στο μυαλό.
Όταν άκουσα τους γονείς μου να συζητούν ήθελα να τους δώσω αυτό το στοιχείο, να τους πω ότι η Αννούλα λέει ψέματα. Δεν χάθηκε, έφυγε. Έφυγε μακριά στην χώρα του Άγιου Βασίλη, είμαι σίγουρος γι’ αυτό. Κάποιος της είπε ψέματα και δεν με άφησε να της πω την αλήθεια. Όλα τα παιδιά μισούν τα ψέματα, έτσι κι αυτή. Θα ήθελε να μάθει μόνη της την αλήθεια.
Δεν μίλησα όμως. Σώπασα. Κάτι με κράτησε πίσω και δεν έβγαινε η φωνή. Δεν θα καταλάβαιναν. Σήκωσα πιο πάνω τις πολύχρωμες φαρδιές μου κάλτσες, πέρασα τον σκοτεινό διάδρομο ανάμεσα στα δωμάτια και χώθηκα στο ζεστό μου πάπλωμα.
Η Άννα έφυγε από το σπίτι για να κάνει Χριστούγεννα πλάι στον Άγιο Βασίλη. Αυτός θα της πει την αλήθεια και θα καταλάβει. Ίσως αν είναι καλή μαζί του και τον αγκαλιάσει να της δώσει περισσότερα χρώματα από το μαύρο και το γκρι. Θα χρωματίσει πιο πολλές μπότες γεμάτες με γλειφιτζούρια και δώρα. Όταν θα γυρίσει θα είναι καλά. Πάντα θα είναι.