Εκεί που δεν μπορείς να ορίσεις την αρχή, δεν μπορείς να γράψεις και το τέλος.
Γράφει η Σοφία Παπαηλιάδου
Άκου λοιπόν τώρα αυτά που θέλω να σου πω.
Κι άκου τα ακριβώς αυτή τη στιγμή που δεν υπάρχει εγωισμός και την μάσκα μου την ξέχασα σε ένα σταυροδρόμι.
Μην με ρωτάς σε ποιο, δεν θυμάμαι.
Λίγα άλλωστε θυμάμαι από τις μέρες που περνάνε.
Διεκπεραιώνω επαρκώς τα «πρέπει» και χαμογελάω.
Ναι, αλήθεια σου λέω, χαμογελάω και πείθω πολλούς.
Τους λίγους τους αποφεύγω να ξέρεις.
Ειδικά εκείνους που με ξέρουν καλά και με διαβάζουν σαν ανοιχτό βιβλίο.
Για εκείνους έχω δουλειά.
Δεν προλαβαίνω να τους δω.
Κρύβομαι πίσω από την οθόνη και τους απαντάω συγκροτημένα και ήρεμα.
Πόσο καλά είμαι, πόσο καλά τα πάω, πόσο περιμένω τα Χριστούγεννα να έρθουν..
Πόσο δεν μου λείπεις..
Μα ναι.. μπορώ να το λέω κι αυτό πίσω από την οθόνη.
Εκεί κανείς δεν βλέπει ούτε τα κόκκινα μάτια ούτε το χαμόγελο που δεν υπάρχει.
Εκεί είναι εύκολο να πείσεις για ότι θες.
Τους πολλούς.
Οι λίγοι είναι το πρόβλημα.
Κι όχι δεν είναι ότι δεν θέλω τους λίγους, είναι πως δεν θέλω κανέναν.
Δεν θέλω τις λέξεις κανενός, δεν θέλω τις ερωτήσεις, δεν θέλω το ενδιαφέρον ούτε καν την αγάπη ή το νοιάξιμο.
Δεν θέλω τίποτα.
Κι αυτό πρέπει να είναι το χειρότερο συναίσθημα από όλα.
Το κενό. Η σιωπή. Το άδειασμα.
Κι όχι μην φοβάσαι. Δεν σε κατηγορώ για τίποτα.
Δεν υπάρχει τίποτα να σου χρεώσω.
Αληθινός ήσουν πέρα για πέρα. Από την αρχή μέχρι το τέλος.
Μα αλήθεια αρχίσαμε;
Κι αν δεν αρχίσαμε πώς τελειώσαμε;
Ναι, αυτό φοβάμαι κι εγώ λοιπόν. Πως αυτό που δεν αρχίσαμε, είναι κι αυτό που δεν θα τελειώσουμε ποτέ.
Και θα γυρνάμε ο ένας γύρω από τον άλλο.
Στις στιγμές αδυναμίας, θα μυρίζουμε ο ένας την ανάγκη του άλλου.
Θα αναζητάμε ένα βλέμμα για να ξέρουμε πως όλα είναι καλά..
Και θα γυρνάμε στα ρημάδια που διαλέξαμε για να πορευτούμε.
Κι όταν θα χρειαζόμαστε πάλι να πάρουμε δύναμη, όταν θα χρειαζόμαστε πάλι να γεμίσουμε το τίποτα με κάτι, θα κόβουμε βόλτες ο ένας στην ζωή του άλλου, ακροπατώντας μην τυχόν και μας πάρουν χαμπάρι εκείνοι που ορίζουν τα όρια σου.
Ναι, τα όριά σου. Εγώ δεν είχα.. και τις κόκκινες γραμμές μου τις έθαψα από καιρό.
Διακριτικά πάντα, αθόρυβα πάντα, αόρατα πάντα.
Και κάπως έτσι θα κυλήσει ο χρόνος.
Κι εσύ θα νομίζεις πως άλλαξα, πως ξέχασα, πως προχώρησα.
Κι εγώ απλά θα βεβαιώνομαι πως τελικά, ποτέ δεν με κατάλαβες.
Ποτέ δεν με έμαθες. Ποτέ δεν με πίστεψες.
Γιατί αν με ήξερες λιγάκι, θα ήξερες και πού να με βρεις.
Σε εκείνη την ξεχασμένη γωνιά.. καιρό τώρα.
Και κάπως θα περνάει ο χρόνος, και κάπως έτσι θα σκονιστούν τα σημάδια και δεν θα φαίνονται.
Και κάπως έτσι, με έναν δυνατό άνεμο, τα σημάδια θα γίνονται φανερά και τίποτα δεν θα μπορεί να τα καλύψει ξανά.
Μέχρι τότε, θα γελάμε για να ξεγελάμε κάθε αλήθεια που δεν τολμήσαμε να πούμε.