Γράφει ο Γιώργος Καραγεώργος.
Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένα κορίτσι, θάλασσα σκέτη!
Ήταν ένα κορίτσι που είχε το γαλάζιο αγκαλιά και τον άνεμο στο πλάι της.
Ένα κορίτσι που άφριζε όταν θύμωνε και γινόταν λάδι όταν ημέρευε.
Που το φιλί της είχε αλμύρα και το χάδι της δροσιά κι απεραντοσύνη.
Που γινόταν βαθιά όταν αγάπαγε και έπνιγε τον εαυτό της σε σκοτεινούς βυθούς όταν την προδίδαν.
Μια μέρα που φυσούσε ένας Μαΐστρος μανιασμένος, το κορίτσι πληγώθηκε από κάτι που της παρουσιάστηκε ως μεγάλο, μα τελικά ήταν μικρό, ρηχό και θολωμένο κι όπως στεκόταν όρθια, της ξέφυγε ένα δάκρυ.
Το δάκρυ της κύλησε αργά από την άκρη του ματιού της, διέσχισε όλο το μάγουλό της, έφτασε στο πιγούνι της και στάλαξε πάνω σε ένα κόκκινο τριαντάφυλλο.
«Άουτς», είπε το τριαντάφυλλο. «Με πόνεσε το δάκρυ σου, κορίτσι, είναι γεμάτο αλάτι και με έκαψε, μη στέκεσαι από πάνω μου, είσαι επικίνδυνη».
Το κορίτσι ντράπηκε, έκανε ένα βήμα πιο πέρα και συνέχισε να κλαίει κι ένα ακόμη δάκρυ της έπεσε στο έδαφος.
Ένα πολύ διψασμένο σπουργίτι και κουρασμένο από την στράτα του, ρίχτηκε με ανυπομονησία στο δάκρυ, μα όταν το έβαλε στο ράμφος του..
«Μπλιαχ», είπε το σπουργίτι. «Αυτό δεν είναι νερό για να ξεδιψάσω, το ήπια και πιο πολύ με δίψασε, μην αφήνεις το αλμυρό νερό σου κορίτσι όπου νά’ναι».
Το κορίτσι θάλασσα δεν μίλησε και πάλι, πήγε απλά πιο πέρα, όμως τα δάκρυα δεν σταματούσανε να τρέχουν απ’τα μάτια της κι έτσι, ένα από δαύτα έπεσε πάνω στα φτερά μιας όμορφης, κίτρινης πεταλούδας, που ξαπόσταινε πάνω σε ένα λουλούδι.
«Μη», φώναξε η πεταλούδα. «Προσπαθώ εδώ και ώρα να στεγνώσω τα φτερά μου για να μπορέσω να ξανά πετάξω, μη μου τα βρέχεις κοπελιά».
Κι έτσι το κορίτσι έφυγε ξανά, μα τα δάκρυά της δεν έλεγαν να κοπάσουν, ούτε κι ο άνεμος όμως έλεγε να κοπάσει και σε μια δυνατή ριπή του, πήρε ένα ακόμη δάκρυ της και το ταξίδεψε μακριά..
Το δάκρυ έπεσε πάνω στα χείλη ενός αγοριού, που έβγαλε την γλώσσα του και το μάζεψε κι όταν το γεύτηκε, το αγόρι πετάχτηκε με μιας και πλησίασε το κορίτσι θάλασσα.
«Καλώς την», είπε το αγόρι. «Ξέρεις πόσο καιρό σε καρτερούσα εσένα; Ξέρεις πόσο πολύ καιρό έψαχνα κάτι που να έχει λίγη γεύση σαν τη δική σου; Ξέρεις κορίτσι μου, ποσό καιρό αναζητούσα κάτι που θα δώσει γεύση στην άγευστη ζωή μου, πόσο πολύ καιρό έψαχνα το αλάτι σου;»
Το κορίτσι σάστισε από τα λόγια και την ορμή του και σταμάτησε να κλαίει.
«Μα αφού είμαι αλμυρή και κανένας δεν με θέλει. Αφού εγώ είμαι μια θάλασσα κι οι άλλοι δεν με αντέχουν», του απάντησε κοιτώντας τον στα μεγάλα γαλάζια μάτια του.
«Το ξέρω ότι είσαι θάλασσα κορίτσι μου, το ένιωσα στα χείλια μου, το γεύτηκα στη γλώσσα μου, σαν άξαφνο φιλί, σαν αγκαλιά λυτρωτική, σαν αγάπη που έρχεται όταν δεν την περιμένεις, σαν έρωτα αναπάντεχο.»
«Το ξέρω πως τα κορίτσια θάλασσες δεν τα αντέχουνε οι άνθρωποι στεριές.
Αλλά εγώ δεν είμαι στεριά, εγώ είμαι καράβι κι αγαπάω τις θάλασσες, τις αγαπάω γιατί οι θάλασσες μοιάζουν με την αγάπη, που είναι απέραντη. Μόνο μέσα σε αυτές μπορώ να ταξιδέψω όμορφα, μπορώ να νιώθω ελεύθερος και να ανήκω συνάμα κάπου. Μόνο με μια θάλασσα μπορώ να έχω λόγους κι αφορμές για να υπάρχω».
«Μείνε μαζί μου κι άσε με να σε ταξιδέψω», της είπε.
Από εκείνη τη μέρα λοιπόν, το κορίτσι θάλασσα και το καράβι αγόρι, ζήσαν ευτυχισμένοι.
Το κορίτσι δεν ντρεπόταν πια να αφήσει τις θάλασσές της να ξεχυθούνε από μέσα της.
Και το αγόρι, την ήθελε, την ταξίδευε, την ανακάλυπτε, την γευόταν, την γήτευε, την αγαπούσε..
Την αγαπούσε έτσι, όπως από κανέναν άντρα στεριανό δεν αγαπήθηκε ποτέ της!
Κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς κάνουμε πως ζούμε στις βολικές στεριές μας.