Σήμερα είχε ανάγκη να της χαμογελάσουν
Γράφει η Σοφία Δέδε
Το πέπλο της νύχτας απλώθηκε στην ψυχή της παρότι είχε ήδη ξημερώσει.
Η νέα μέρα δεν την απάλλαξε από τους πόνους του κορμιού της που όλο το βράδυ την βασάνιζαν.
Η νέα μέρα δεν την απάλλαξε από τους πόνους της ψυχής της που όλο και δυνάμωναν.
Οι δεύτεροι πονούσαν περισσότερο.
Δυνατή καθώς ήταν ένιωθε να την ξεπερνάει αυτή η αδυναμία και η μουντάδα που ένιωθε.
Αδυνατούσε να επιβληθεί στον εαυτό της, χαρίζοντας της ένα μικρό χαμόγελο.
Είχε ανάγκη να της χαμογελάσουν άλλοι σήμερα. Να την πάρουν από το χέρι και να την διώξουν μακριά από τις ανασφάλειες της.
Στις αδυναμίες της πάντα επέλεγε την μοναξιά της.
Όταν όλες οι δυνάμεις την εγκαταλείπουν τότε κλείνεται βαθιά. Αφού δεν μπορεί να είναι το κεφάτο κορίτσι καλύτερα να είναι φυλακισμένη στα σκοτάδια της ψυχής της.
Βασανίζεται αυτοτιμωρώντας τον εαυτό της γιατί τόλμησε να αρρωστήσει και να γίνει βάρος στους συνενοίκους της, ειδικά όταν αντί για ένα χαμόγελο τους εισπράττει την αρνητική τους διάθεση που και αυτοί έχουν δικαίωμα να νιώσουν.
Και τότε αρχίζει η κατηφόρα..
Η έφηβη πονεμένη ψυχή της ξυπνάει και παλεύει σαν άγριο θηρίο να επιβιώσει μέσα σε ένα αρνητικό περιβάλλον. Η μοναχικότητα την απαλάσσει απο τα συναισθήματα που καθορίζονται από τους άλλους.
Δεν μπορεί να στηριχθεί σε κανέναν πια..
Παρά μόνο στην εσωτερική της σκύλα που την ξυπνάει με τα γαβγίσματα της. Δεν μπορεί να χαριστεί σε κανέναν.
Οι τίτλοι πέφτουν και η διαδρομή είναι μονόδρομος.
Λασπωμένο μονοπάτι από δάκρυα, αγκαθωτά εμπόδια που βασανίζουν το κορμί της, κρύο που απλώνεται σαν πυκνή ομίχλη και κάθεται πάνω στην ψυχή της.
Περπατάει αργά, σιωπηλά, κοιτάζει γύρω της ψάχνωντας να βρει συνοδοιπόρους στην μοναξιά της.
Είναι μόνη! Πάλι μόνη! Πάντα μόνη!
Αυτή είναι..
Ο ήχος ενός εισερχόμενου μηνύματος την βγάζει για λίγο απο τις χαμένες της σκέψεις.
Ένα νέο ηχητικό μήνυμα.
“Σε έχω έννοια σήμερα- σε νοιάζομαι- να προσέχεις!”
“Μοναξιά μου όλα..
Μοναξιά μου τίποτα..
Μη με αφήνεις τώρα..
Που είναι όλα πιο δύσκολα..”