Γράφει η Ζωή Τριανταφυλλοπούλου
Εσυ…
Ησουν ο δικός μου θησαυρός, βαθιά σε έκρυψα, μάτια ιερόσυλων, θυμωμένων από τα ζόρια της ζήσης τους να μη σε δούνε.
Βρώμικα λόγια να μην σε ακουμπήσουν, την είκονα που είχα φτιάξει μέσα μου για σένα να μην την καταστρέψουν.
Έτοιμος πίστεψα πως δεν ήταν ο κόσμος να αντέξει το πολύ θέλω μου για σένα, έχω μείνει χρόνια πολλά αόρατη βλέπεις. Να φωτίζω όχι να φωτίζομαι.
Εις γνώσιν μου σε λήθαργο γιατί υπήρχαν άλλοι κι άλλα που ήταν προτεραιότητες πριν από μένα, δήθεν για μένα. Για χρόνια πολλά. Δικαίως ή αδίκως δεν έχει νόημα πια. Βρέθηκα όμως εδώ και καιρό άγρυπνη φρουρός, κρύβοντας τις ακτίνες που έλαμπαν στα μάτια μου, τα πολλές φορές υγρά όπως λένε, ακόμη και τώρα σε ανάποδους καιρούς, ξέχειλα απο της έκπληξης τη γλύκα γιατί τρακάραμε με φόρα τα καράβια της ρότας μας.
Μοίρα τροχαίο ίσως.
Εσυ, ο ιδανικός μου στο όριο του ανέφικτου.
Σε κράτησα σαν κάτι ανεκτίμητο μέσα μου, σαν μέσα σε μια δική μου φυλαγμένη και καλά κρυμμένη σπηλιά, αχαρτογράφητη στης ζωής τους χάρτες.
Για να γυρίζω εκεί, για να παιρνω δύναμη, για να ελπίζω, για να κρύβω όλο το πολύ μου, για να μπορω να νομίζω ότι έχω κάτι να περιμένω. Ενα αύριο δικαιωματικά δικό μου, στα μέτρα μου.
Ήσουν το θαύμα μου, αυτό που περίμενα να συμβεί. Που μπορούσε να με κάνει να αντέχω όλη την καθημερινή μιζέρια, ολο το κάτι απο ζωή σε συνθήκες εγκλωβισμού και ελεύθερης πολιορκίας ελέω συνθήκων.
Ήσουν το μυστικό μου το ανομολόγητο, δεν το είχα πει σε κανέναν ότι υπάρχεις, ότι ήρθες, ότι κατάφερες να κυριεύσεις το μέσα μου κάστρο. Αυτό το από χρόνια απόρθητο από όλα τα γιατί και τα δεν πειράζει μου γιατί πείραξε τελικά και τα έβαλα αμέτρητους φρουρούς και φράγματα.
Δεν είπα σε κανέναν ότι εξαιτίας σου θυμήθηκα ότι υπάρχω ξανά, οτί ζω δεν επιβιώνω μόνο, ότι είμαι αλλά και γίνομαι τόσο θηλυκό όσο και κοριτσάκι σε μια χώρα θαυμάτων, κόντρα στους αόρατους φόβους των καιρών, ότι άκουσα την καρδιά μου να λυσσομανά και να τρελλαίνεται μόνο στην ηχώ της φωνής σου στην αλλη άκρη της γραμμής για ένα χαμογελαστό γεια. Γεια δούρειος ίππος, τόσο απλά…
Εσύ, έλυσες τα μάγια ίσως, αυτά που πίστεψα ότι κάποιος μου έκανε πριν πολλά χρόνια και με είχε καταδικάσει να απομυθοποιώ ανελέητα, να γκρεμίζω, να παροπλίζομαι, να αντιστέκομαι, να αρνούμαι ευγενικά να αφεθώ, να φτάνω ακόμη και σε σημεία κυνισμού αναφερόμενη στο όνομα του περιβοητου φτερωτού θεού που τοξοβολεί αδιακρίτως.
Ήρθες τελικά για να γίνει ο κάθε αόριστός μου, ενεστώτας.
Διαρκείας μάλιστα για να μπορώ να επιβεβαιώνω συνεχώς το όνομά μου.
Ήσουν μυστικό γιατί δεν θέλησα να μοιραστώ την κρυφή χαρά μου, το δώρο που απο το πουθενά και αιφνίδια μου χαρίστηκε ενώ έξω, γύρω, όλοι γκρινιάζουν, θυμώνουν κι αλληλοσπαράζονται.
Σε παρακαλώ μείνε, άσε την καταιγίδα που ζούμε να περάσει και γίνε ζωή!
Νέα, καινούργια, γεμάτη, δική μας…