Γράφει η Ηρώ Αναστασίου.
Μην κάνεις άσκοπες στάσεις. Όχι δεν θα λυγίσεις τώρα.
Πάρε παραμάσχαλα τα μπογαλάκια σου και φύγε.
Και μην γυρίσεις να κοιτάξεις πίσω. Δεν έχει κάτι για εσένα εκεί πίσω.
Ό,τι ήταν να δεις το είδες. Ό,τι ήταν να ακούσεις το άκουσες.
Σου μίλησαν για ανασφάλεια. Σε ποιον; Σε εσένα.
Σε εσένα, που όταν αγαπάς γκρεμίζεσαι και υποφέρεις.
Μήπως λοιπόν σου πουλήσαν την δική τους ανασφάλεια; Λέω εγώ μωρέ τώρα.
Τα πραγματικά προβλήματα δεν έρχονται απ’τους άλλους αγάπη μου, αλλά έρχονται από μέσα μας.
Κι όταν σε πιάνει το δίκιο μην ψάχνεις τα σπασμένα στων αλλονών τα προβλήματα.
Τα προβλήματα είναι καταρχήν μέσα μας.
Ένα πράγμα που δεν ένιωσα ποτέ μου, ήταν η ανασφάλεια.
Δεν άφησα να μου την ποτίσει κανένας. Γιατί στην ποτίζουνε αν θέλουν και μπορούν.
Αλλά ακούς τι είπα; Αν μπορούν είπα και εμένα δεν μπόρεσε κανείς να με κάνει να νοιώσω ανασφαλής, γιατί δεν πηγάζει από μέσα μου.
Γι’αυτό σου λέω, μην μου πετάς το μπαλάκι για κάτι που έχεις μέσα σου.
Άλλωστε σου ζήτησα τόσες φορές συγνώμη που είναι ανώφελο να το συνεχίζω μέχρι τώρα το αστείο.
Γιατί είναι αστείο να δικαιολογούμαι ακόμα. Τα λάθη είναι για να τα κάνουμε.
Δεν είμαστε θεοί, είμαστε ατελείς άνθρωποι με πολλά ελαττώματα.
Το δικό μου το ελάττωμα είναι η φυγή.
Από μικρή το είχα το κουσουράκι.
Έφευγα γρήγορα να μην με πιάσει κανείς και με πληγώσει.
Γιατί πληγώθηκα πολύ μωρέ. Γι’αυτό τώρα έχω την πανοπλία μου, που είναι ισχυρή.
Πιο μικρή έτρωγα κάτι ξώφαλτσα, όπως όλοι άλλωστε, που με τυραννούσαν όμως για λίγο.
Για λίγο όμως, γιατί έτρεχα πολύ γρήγορα.
Αυτό να κάνεις κι εσύ, να τρέχεις γρήγορα, μην κάνεις άσκοπες στάσεις εκεί που δεν σε καταλαβαίνουν, είναι ανώφελο.
Είσαι για ένα τρέξιμο; Έλα πάμε να δούμε που θα μας βγάλει.
Εγώ θέλω σε κείνο το ξέφωτο της ψυχής μου, σε εκείνο το ηλιοβασίλεμα που κατοικώ ακόμη και τώρα. Εκεί να δεις μυρωδιές, αγαλλιάζει η ψυχή σου.
Κι αν με δεις να κλαίω, μην φοβηθείς, είναι γιατί λαχάνιασα.