Δεν τους θέλω τους ανθρώπους, με τα χαμόγελα μέχρι τα αυτιά. Δεν τους φοβάμαι πια.
Απλά δεν τους θέλω γύρω μου. Είναι εκείνοι που πάντα έχουν ένα καλό λόγο να σου πουν.
Εκείνοι, που δεν θα σε πικράνουν ποτέ. Που θα δηλώνουν πάντα “εκεί” μα ποτέ δεν θα ναι.
Εκείνοι που στις επιτυχίες, είναι μονίμως δίπλα σου, μα στις αποτυχίες, είναι άφαντοι, γιατί δεν αντέχουν να σε δουν να κλαις.
Εκείνοι, που σου δίνουν προσοχή και αγάπη με το τσουβάλι.
Χωρίς να την έχεις κερδίσει. Σε μαθαίνουν πως είσαι το πιο σημαντικό πρόσωπο στη ζωή τους και ειναι ευλογημένοι που σε συνάντησαν.
Σου ακούγεται ιδανικό έτσι;
Είναι από εκείνα που βλέπεις μόνο στις Αμερικανικές ταινίες.
Άνθρωποι που έχουν έρθει, από το πουθενά και το μόνο που θέλουν, είναι να σε βλέπουν να γελάς.
Να ανεβαίνεις ψηλά. Να πατάς στα πόδια σου και να ´σαι κάθε μέρα και πιο χαρούμενος.
Ναι φαίνεται ιδανικό. Φαντάζει ονειρεμένο. Μα είναι εφιάλτης.
Απο εκείνους, που δύσκολα καταφέρνεις να ξυπνήσεις.
Γιατί αυτό το όνειρο, δεν είναι καν δικό σου.
Θα σε βάλουν σε ένα παραμύθι. Στο δικό τους παραμύθι.
Και θα σου δείξουν ένα κόσμο χαράς και ευτυχίας. Θα στον προσφερθούν απλόχερα.
Θα σε αφήσουν να το ζήσεις. Να το συνηθίσεις, να το κάνεις δικό σου και μετά θα σου το πάρουν πίσω.
Έτσι ξαφνικά και αναίτια. Απλά. Και χωρίς καμία αφορμή.
Θα ταραχτείς. Θα φοβηθείς και θα ψάχνεις πού και τί λάθος έκανες.
Θα παρακαλάς για την αποδοχή, που τόσο άδικα, τώρα σου στερούν, χωρίς να καταλαβαίνεις, πως ποτέ δεν στην έδωσαν.
Ούτε την χαρά σου έδωσαν. Μα ούτε την αγάπη.
Είναι παιχνίδι εξουσίας όλο αυτό. Είναι αυτοί οι λίγοι ευτυχώς, αλλά αρκετοί για να σε “σακατέψουν” δυστυχώς, που το παιχνίδι δεν το παίζουν όπως έμαθες.
Δεν δείχνουν πως θα(σε) πολεμήσουν. Δεν φαίνονται οι σάπιες οι προθέσεις τους απ´ την αρχή. Δεν θα τους πάρεις εύκολα χαμπάρι.
Δεν είναι σαν τους άλλους τους κατακτητές, που πια αναγνωρίζεις.
Είναι διαφορετικοί. Έρχονται αγαπώντας σε. Έτσι τουλάχιστον δηλώνουν. Σε αγαπούν “με τρόπο” τέτοιο που δεν καταλαβαίνεις, πως στην πραγματικότητα, έχουν έρθει για κακο.
Σου δείχνουν “μέρη”, που δεν φαντάστηκες οτι υπήρχαν. Σου ανοίγουν πόρτες στα κάστρα τους, που δεν είχες επισκεφτεί, σε κανένα άλλο κάστρο. Και σε μαγεύουν.
Με την καλοσύνη τους. Την δοτικότητα και πανω απο όλα την αγάπη τους.
Δεν πίστευες πως άξιζες να αγαπηθείς τόσο.
Και όταν πια το πιστέψεις, σε εχουν δέσει. Με τα δικά σου τα δεσμά.
Θα σου τα πάρουν ΟΛΑ πίσω σε μια βραδιά.
Αναίτια εντελώς. Και θα σ´αφήσουν να παλεύεις να τα ξανά κερδίσεις.
Θα προσπαθείς. Κάθε μέρα περισσότερο.
Μα δεν θα είναι, για εκείνους αρκετό. Θα παρακαλάς. Μπορεί ακόμα-ακόμα να σέρνεσαι για μια καλή κουβέντα.
Όμως δεν θα τα έχεις ξανά ποτέ. Άκουσέ με. Πίστεψέ με.
Ποτέ φίλε μου. Όχι γιατί δεν σου πρέπουν, αλλά γιατί αυτό είναι το παιχνίδι τους. Να σου δώσουν μέχρι να το ζητάς. Να το αποζητάς.
Τότε θα στα πάρουν ΟΛΑ πίσω.
Για να παρακαλάς. Να τους παρακαλάς. Έτσι ζουν. Παίρνουν δύναμη, κάνοντας αδύναμους τους δυνατούς.
Και ειναι σάπιοι και βρώμικοι. Μα ειναι καμουφλαρισμένοι και θέλω μόνο να σε βοηθήσω να τους αναγνωρίζεις.
Είναι εκείνοι που χαμογελούν με το στόμα. Και εσύ μικρέ μου, θέλω να μάθεις να κοιτάς και να ακούς μόνο τα μάτια.
Κι αν άργησα να σου τα πω. Και έχεις πέσει ήδη στην παγίδα τους. Σε παρακαλώ. Παράτα τα και φύγε. Το ξέρω είναι δύσκολο.
Μα δεν υπάρχει εκεί, κάτι που σου πρέπει. Παιχνίδι παίζουν. Άκουσέ με. Με αυτο υπάρχουν. Με το να σε βλέπουν να σέρνεσαι. Και θέλω να ΣΕ αγαπάς.
Να σε αγαπάς περισσότερο απ´οτι σου δείχνουν πως σε αγαπούν.
Να σε αγαπάς κι ας σέρνεσαι. Βρες την έξοδο και φύγε. Ακόμη και γονατιστός. Μόνο φύγε να σωθείς.
Οσο μένεις τρέφεις το τέρας, που θα σε κατασπαράξει.
Μην το ταΐζεις άλλο. Δεν πρόκειται να σε αγαπήσει ποτέ.
Μονάχα θα ζητάει να το αγαπάς εσύ.