Γράφει η Ειρήνη Σταυρακάκη
Όλος ο κόσμος μας έχει γεμίσει ζητιάνους. Ανθρώπους πνευματικά ρακένδυτους που αναζητούν ψίχουλα μέσα στο χάος. Ο ένας αναζητά την αγάπη, χωρίς να ξέρει όμως το πού πρέπει να ψάξει και το τι είναι η αγάπη. Απλώνει το χέρι σε ανθρώπους περαστικούς.
Κάποιοι πλουσιοπάροχα ντυμένοι με κοσμήματα κάθε λογής. Άλλοι πάλι με ρούχα αθλητικά που ασθμαίνουν για να προλάβουν το χρόνο μέσα στη μέρα. Ποιος να κοιτάξει; Ποιος να σου δώσει αγάπη;
Τι σου είναι άραγε η αγάπη; Ίσως ψίχουλα από στιγμές φλεγόμενες, αστραπές που δεν πρόλαβες να αντικρίσεις κι έσβησαν μέσα στη νύχτα.
Ο άλλος ζητιάνος αν τον ρωτήσεις αναζητά τη φιλία. Δεν έχει μεσημεριανό κολατσιό, δεν προλαβαίνει να φάει, έχει ένα πρόγραμμα ανιαρό και φορτικό.
Στο γραφείο μπροστά στην οθόνη αναζητά «φίλους» για να γεμίσει τα δεκάλεπτα κενά των διαλειμμάτων. Τι είναι η φιλία για κείνον; Έχει πολλούς φίλους μπροστά στην οθόνη που μόλις όμως κλείσει βρίσκεται και πάλι μόνος κοιτώντας την αντανάκλαση του προσώπου του.
Έξω κανείς μετά τη δουλειά. Μόνο εκείνος και οι σκέψεις του. Ένα σπίτι σκοτεινό μέσα στο κατάφωτο της μέρας.
Ένας τρίτος αναζητά την αλήθεια. Όσοι περαστικοί κι αν τον αντίκρισαν, φοβήθηκαν πολύ για την όψη του. Το πρόσωπό του είχε παραμορφωθεί από το σκοτάδι και τον πόνο. Κάποτε νόμιζε πως είχε τα πάντα, όμως είχε μάθει να ζει μες στο ψέμα.
Ήξερε μόνο να δίνει, χωρίς ανταλλάγματα. Κάποια στιγμή συνειδητοποίησε πως όταν δε μπορούσε άλλο να δίνει έμεινε μόνος. Κανείς δεν τον υπερασπίστηκε. Κανείς δε βρέθηκε έστω για λίγο του πιάσει το χέρι και να του πει: «Όλα καλά. Μη φοβάσαι. Έχεις εμένα.» Όσο κι αν έψαξε για την αλήθεια, δεν την βρήκε ποτέ μες στο ψέμα. Έμεινε σε ένα παγκάκι περιμένοντας μέσα στον όχλο.
Η αγάπη, η φιλία, η αλήθεια είναι οι ασπίδες μας μέσα στη μέρα. Όλοι γινόμαστε ζητιάνοι. Απλώνουμε τα χέρια ορθάνοιχτα στους γύρω μας για να αγγίξουν την ψυχή μας. Να κουρνιάσουν μαζί μας για να μη νιώθουμε μόνοι.
Η μοναξιά είναι ύπουλο πράγμα. Δε σε αφήνει να κοιμηθείς τις δύσκολες νύχτες. Ένας φόβος που μοιράζεται στα δύο είναι πάντα πόνος μισός. Το βάρος του δε σε λυγάει, μπορείς να σηκωθείς και να κοιτάξεις τον κόσμο με άλλη ματιά, πιο καθαρή, πιο αθώα.