Γράφει η Μαρία Κυπραίου
Έχει φτάσει μεσάνυχτα πάλι. Περιφέρομαι ακανόνιστα μέσα στο άδειο σπίτι. Δίχως λόγο και αιτία θέλω να βυθιστώ στο μπάνιο, να μείνω μέσα στο νερό. Σε εκείνο το μπάνιο που κάποτε μοιραζόμασταν. Αφήνω τα ρούχα μου στο πάτωμα, έτσι όπως τα έβγαζες από πάνω μου και εσύ, τα άφηνες στο πάτωμα και μου γέλαγες. Κοιτάω τον ίδιο καθρέπτη που κάποτε είχε τη μορφή σου δίπλα μου, μα τώρα είμαι μόνη.
Βυθίζομαι στο ζεστό νερό μπας και σε ξεχάσω, αλλά πάλι δεν γίνεται τίποτα. Βγαίνω και τυλίγω γρήγορα το μπουρνούζι γύρω μου. Πάω στην κουζίνα να βάλω ένα κρασί. Πάλι κρασί, κι άλλο κρασί.
Οι μέρες από όταν έφυγες περνάνε κάπως έτσι. Ευτυχώς μέσα στα πολλά ανέβηκε απότομα η ριμάδα η δουλειά μου και σε ξεχνάω συχνά-πυκνά. Αλλά και πάλι, ακόμα κι όταν σε ξεχνάω κάτι θα γίνει και θα έρθεις στο μυαλό μου. Κάποιος στενός μας φίλος για να δει τι κάνω και πως είμαι. Κάποιο ξεχασμένο ρούχο στο συρτάρι, παρόλο που νόμιζα ότι θα έδιωξα όλα.
Τινάζω το κεφάλι μου για να σε διώξω γιατί κουράστηκα. Δεν αντέχω άλλο εσύ να λείπεις αλλά η μορφή σου να τριγυρίζει μες τα πόδια μου και να με κοροϊδεύει πως θα γυρίσεις.
Δεν έχει νόημα να περιφέρομαι άσκοπα στο άδειο σπίτι και να σε ψάχνω. Έφυγες και τίποτα δεν μου δείχνει πως θα ξαναγυρίσεις. Και καλύτερα έτσι.
Ίσως είναι μια ευκαιρία να βρω και εγώ τον δρόμο μου, όπως τον βρήκες εσύ σε άλλη αγκαλιά. Τέρμα οι σκέψεις, τέρμα τα κλάματα και οι φωνές. Από αύριο λέω, θα σε βγάλω από το μυαλό μου θα πάω παρακάτω. Εκείνο το αύριο όμως δεν ήρθε ποτέ.