Γράφει η Στέλλα Γρηγοροπούλου
Δεν θέλω πια να με θέλεις.
Δεν θέλω τίποτα από εσένα πια.
Όχι, γιατί τα θέλω μας άλλαξαν, έγιναν σαν ξένα και εκείνα σαν και εμάς.
Σαν ξένοι από την πρώτη κιόλας στιγμή που συναντηθήκαμε, λες και όλα ήταν ένα καλογραμμένο σενάριο με το τέλος του ίδιο όπως όλα τα άλλα.
Λες και ήμασταν όπως όλοι οι άλλοι.
Ίδιοι, γεννημένοι μέσα στο ψέμα που ψάχνει να βρει μια μικρή χαραμάδα για να βγει, να βγει στο φως μπας και αναπνεύσει έστω για μια φορά αληθινά.
Δεν θέλω τίποτα πια που να σε θυμίζει. Σιχαίνομαι και μόνο που μπαίνεις στο μυαλό μου γιατί δεν θέλω πια, δεν είσαι εσύ, δεν ήσουν ποτέ τελικά εκείνο που πίστευα.
Δεν θέλω γιατί τα μάτια σου μου δείχνουν το πάθος που έφυγε, έφυγε όπως και εσύ.
Εσύ, λες και ποτέ δεν ήσουν εκεί…
Απλά ονειρευόμουν, προφανώς ονειρευόμουν για να μην αφήσω να μπει μέσα μου ο διάολος και φύγω. Μα δεν ήθελα να φύγω, δεν ήθελα στο ορκίζομαι.
Μα βρήκε την τρύπα του και τρύπωσε και εκείνος και μπήκε στο μυαλό μου δίχως να μου αφήσει επιστροφή πια.
Γι’ αυτό σου λέω, δεν θέλω τίποτα πια, δεν θέλω τα χείλη σου να μ’ ακουμπούν γιατί ξυπνάω πάλι και επιστρέφω σε ένα ψέμα που δεν αξίζει ούτε μιας σπιθαμής το δάκρυ.
Δεν θέλω τίποτα πια, δεν θέλω να σε θέλω, δεν θέλω σου λέω, θέλω να με αφήσεις, να βγεις από μέσα μου, να φύγεις γιατί μόνο πόνο μου θυμίζεις, μόνο πόνο μου σπέρνεις, μόνο.
Μ’ άρεσε, πάντα μ’ άρεσε να πονάω με εσένα, για εσένα, μα όχι πια, όχι.
Δεν θέλω τίποτα δικό σου, τίποτα από εσένα πια.
Ένα μόνο ζήταγα πάντα, ένα μόνο ήθελα από εσένα, ένα τόσο δα μικρό άνευ καμίας σημασίας για εσένα.
Εσένα!