Γράφει η Ειρήνη Σταυρακάκη
Χρειάζομαι ένα καταφύγιο που να μπορώ να φωνάζω δυνατά κάθε μου σκέψη. Κάπου που να μπορώ να κλαίω χωρίς φόβο και να χαμογελώ με τα μάτια της καρδιάς μου ορθάνοιχτα. Δεν έχει και όρια η ανθρώπινη τρέλα. Καμιά φορά σε κυνηγάει στη δουλειά, στο αυτοκίνητο, στο σπίτι. Δεν ξέρεις πώς να το χειριστείς.
Να φωνάξεις; Θα σε περάσουν για μανιακό. Να γελάσεις; Θα ξέρεις πως όλοι οι υπόλοιποι θα συννεφιάσουν, γιατί δεν αντέχουν τη λιακάδα σου. Να μιλήσεις για όνειρα; Ένας κόσμος που αλλάζει δεν τα έχει ανάγκη, δίνει προτεραιότητα στο άγχος και στην καταστολή. Το καταφύγιο το έχω ανάγκη.
Εκεί θέλω να μπορέσω να τραγουδήσω όποιο στίχο μου έρθει στο νου. Εκεί θέλω να περπατάω ξυπόλητη, δίχως το φόβο για αγκάθια και πέτρες. Εκεί θέλω να μπορώ να κοιμάμαι κάτω από τον ίσκιο της λεύκας, που θα χορεύει σε κάθε σφύριγμα του ανέμου. Ακόμη και τα τζιτζίκια δε θα με πειράζουν. Θα ‘ναι το τραγούδι τους συνοδεία ορχηστρική στο δικό μου. Η φωνή τους θα γαληνεύει το σύμπαν κι η αρμονία θα χαϊδεύει απαλά όλη την πλάση.
Τι σου είναι το καλοκαίρι τελικά; Όμορφες στιγμές που φεγγοβολούν στο σκοτάδι της σκέψης, μικρές πυγολαμπίδες, που αλλάζουν φωτάκια σε κάθε γωνιά της αυλαίας. Ένα άρωμα αρμύρας που μοσχοβολά στα σεντόνια, κρύος ιδρώτας που δροσίζει το σώμα κι η λεβάντα που χρωματίζει με μωβ πινελιές το πάλλευκο μπαλκόνι.
Κάθε άνθρωπος που συναντάς στη ζωή σου έχει το δικό του άρωμα, τη δική του δροσιά μέσα στη ζέστη. Είναι το κομμάτι εκείνο που λείπει κι έχεις ανάγκη να συμπληρώσεις, για ολοκληρωθεί η σελίδα. Δεν έχουμε όλοι μας το ίδιο σημάδι… Κι εκεί που θα διαλέξεις να έχεις το καταφύγιό σου, δε θέλεις και πολλά πολλά. Δε χρειάζονται θέσεις θεάτρου. Όλα αυτοσχέδια, επιλεγμένο κοινό, χωρίς εισιτήριο. Θέσεις για λίγους που εκτιμούν το ταλέντο της δικής σου, μοναδικής συγχορδίας.