Για την καρδιά που πλήγωσες, πώς τολμάς να μιλάς;
Γράφει ο Γιώργος Γαλάνης
Ήταν τη νύχτα που έπεφταν τα αστέρια βροχή στον ουρανό, όταν ανέβηκα σ’ εκείνο το βουνό και κοιτώντας το χάος είπα στο μέσα μου ” βουτάμε ή τσάμπα θα πεθάνω;”
Και τότε ολόκληρη η ζωή μου πέρασε απ τα μάτια μου και ανακάλεσα ανθρώπους γνωστούς, άγνωστους, περαστικούς, μα κι αυτούς που έμειναν, ανακάλεσα στιγμές, χαρές, όνειρα, λύπες μα και στάχτες.
Πήρα τις στάχτες στα χέρια μου να χαράξω τα ονόματά τους στο κορμί μου, για να θυμάμαι πάντοτε τα άσχημα συναισθήματά τους, τη βρώμικη καρδιά τους. Και το διάλεξα! Εγώ το διάλεγα κάθε φορά!
Θα με ρωτήσεις γιατί τον πόνο. Ίσως γιατί αυτός με έμαθε, αυτός με δίδαξε και με έκανε να νιώθω ζωντανός. Ένας μαύρος Θεός, ένας ακόμη καβαλάρης Θεριστής. Ίσως πάλι, μέσα απ’ τον πόνο να ζω τελικά, να παίρνω δύναμη, να προχωράω, να στέκομαι. Με τον πόνο αγκαλιά, δίνω μάχες κάθε μέρα και αισθάνομαι πιο δυνατός μέσα απ αυτόν. Μάλλον ξέχασα πώς είναι να είμαι χαρούμενος. Θα με πεις τρελό και μπορεί να είναι αλήθεια, αλλά εσείς με κάνατε έτσι κι αυτό δεν το διάλεξα εγώ, δεν το επέλεξα εγώ! Τώρα μη με ρωτάτε και μου ζητάτε το λόγο…δεν ήθελα να γίνω τέρας!
Και τότε με ρώτησες αν έχω μέσα μου καρδιά. Σταμάτησα και χαμογέλασα. Καρδιά; Πώς τολμάτε να μιλάτε για εκείνη; Πώς τολμάτε να μιλάτε για εκείνη την καρδιά που σπάσατε ξανά και ξανά και εγώ να επιμένω να αντιστέκομαι. Με τα χέρια να τρέμουν βουτηγμένα στο αίμα να την μπαλώνω άτσαλα και να την κανακεύω σαν παιδί μέχρι να την χτυπήσετε ξανά.
Δεν το επιτρέπω να τσαλακωθώ κι άλλο και να βαδίζω σε μονοπάτια κόλασης χωρίς εισιτήριο επιστροφής! Την έδωσα μια φορά και ήταν η σταύρωση και ο θάνατος μαζί! Δεν ψάχνω ανάσταση όμως. Μου αρέσει έτσι, συνήθισα. Ίσως τελικά να είναι ωραία εδώ. Ίσως αυτή να είναι η κόλαση που διάλεξα να ζήσω και θα την υποστηρίξω μέχρι θανάτου, γιατί αυτά τα μάτια επέλεξα να αγαπώ.
Και κοίταξα και πάλι το χαμό απ’ το βουνό και ρώτησα το μέσα μου “βουτάω ή τσάμπα θα πεθάνω;” και μου απάντησε “βουτάμε, μα στ’ ορκίζομαι, τσάμπα δεν πεθαίνεις “.