Εκείνος κι εκείνη, μαζί. Τίποτε ίδιο. Τίποτα ποτέ ξανά.
Γράφει η Νόνη Διολή
Εξωτερικό: Η ταμπέλα γράφει ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ – ΕΠΕΙΓΟΝΤΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Εσωτερικό: Αίθουσα αναμονής έξω από τα ΧΕΙΡΟΥΡΓΕΙΑ
Ακούγεται η φωνή του γιατρού «το κάταγμα δυστυχώς ήταν συντριπτικό, όλα μέσα της σπασμένα, τίποτα στη θέση του, τίποτα ίδιο, κομμάτια τα πάντα, λυπάμαι…»
-Μα τι έγινε, πως συνέβη;
– Έφυγε, την γκρέμισε.
Στηριζόταν επάνω του βλέπεις, όλος ο κόσμος της επάνω του, τα πόδια του ήταν τα πόδια της, τα χέρια του τα χέρια της, ζούσε στο σώμα του, έτρωγε με το στόμα του, έβλεπε με τα μάτια του, μύριζε τη μυρωδιά του, ανέπνεε με την ανάσα του – και αυτός απλά έφυγε, την γκρέμισε.
Κρεμόταν από τις λέξεις του, κάθε συλλαβή του και ένα σκαλοπάτι προς την ευτυχία της, κάθε χάδι του, κάθε φιλί και κάθε αγκαλιά του ένα πέταγμα προς τους ουρανούς της ηδονής της.
Εκείνη απλά άφηνε το σώμα της να πλανάται στον απόλυτο και συγκλονιστικό του έρωτά του, να ταλαντεύεται στις σαρκικές αιώρες της λαγνείας του.
Εκείνη ήταν Αυτός, δεν ήταν Εκείνη, ήταν Αυτός.
Και Αυτός μετά απλά έφυγε, και Εκείνη έμεινε να αιωρείται στο κενό του.
Άπλωσε τα χέρια της πανικόβλητη, προσπάθησε να κρατηθεί από Άλλους, έψαχνε με το απεγνωσμένο βλέμμα της να βρει κάποιον να την στηρίξει όπως Αυτός, κάποιον να γίνει Αυτός, κανείς.
Αυτός έφυγε και Εκείνη άρχισε να πέφτει όλο και πιο γρήγορα, σώμα βαρύ και μάτια καρφωμένα στο κενό.
Η θάλασσα από κάτω μπλε σκοτεινιασμένη, θυμωμένη την περίμενε.
Τα μαλλιά της μπλέχτηκαν με τα φύκια και το αλμυρό νερό έπνιξε το οξυγόνο της .
Ένα τεράστιο κύμα την πέταξε στα βράχια.
Την βρήκαν ξεβρασμένη στην ακτή, ολόγυμνη να κρατάει ένα μικρό γυάλινο μπουκάλι μ΄ ένα λευκό χαρτάκι μέσα – καθώς την έπαιρναν αυτό κύλησε πίσω στη θάλασσα, κάνεις δεν είδε τι έγραφε.
Την έφερε το ασθενοφόρο εδώ, με ειδοποίησαν να έρθω.
Ο γιατρός είπε όλα μέσα της σπασμένα, τίποτα στη θέση του, τίποτα ίδιο, κομμάτια.
Έφυγε.-
Και Αυτός και Εκείνη μαζί του.-
Τίποτα στη θέση του, τίποτα ίδιο.-
Ποτέ.-
Τίποτα.-
(Απρίλης, λίγο πριν #05_12)