Η ώρα για εξηγήσεις ήταν λίγο πριν σε ξεπεράσω..
Γράφει η Μπάρμπυ Κορμαρή
Σε είδα χθες τυχαία σ’ ένα μπαρ. Στεκόσουν σε μια άκρη με τους φίλους σου. Είχες στο χέρι σου ένα μπουκάλι μπύρα και μιλούσες κάνοντας διαρκώς χειρονομίες και γελώντας δυνατά. Παραλίγο να σε προσπεράσω χωρίς να σε προσέξω. Όμως γύρισες το κεφάλι και τα βλέμματά μας διασταυρώθηκαν.
Πάει καιρός που έχουμε χωρίσει. Μήνες ολόκληροι πέρασαν χωρίς καμιά επικοινωνία, χωρίς να ξέρω που είσαι και τι κάνεις, χωρίς να νοιάζεσαι αν είμαι καλά. Και να που τώρα τυχαία συναντιόμαστε.
Δε μιλήσαμε. Δεν πλησιάσαμε καν ο ένας τον άλλον. Σα να μη γνωριζόμαστε. Σα να μην υπήρξαμε ποτέ ο ένας για τον άλλον.
Ο ήχος του εισερχόμενου μηνύματος με ξαφνιάζει. Ανοίγω το κινητό και ένα «Τι κάνεις;» μου χαλάει την ηρεμία μου.
Με ρωτάς τι κάνω. Εσύ. Μετά από τόσους μήνες. Εσύ, που έφυγες σαν τον κλέφτη και δεν τόλμησες να με κοιτάξεις στα μάτια. Εσύ που δεν είχες τα κότσια να μου πεις ένα αντίο αντρίκιο, παρά ζήτησες να μείνεις λίγο μόνος να σκεφτείς κι εξαφανίστηκες. Εσύ που δε δίστασες να γκρεμίσεις όλα τα όνειρα που είχα κάνει. Εσύ που με πόνεσες για να περνάς καλά.
Τι θέλεις τώρα κι εμφανίζεσαι ξανά; Τι περιμένεις αλήθεια να απαντήσω; Θα σε βόλευε να σου πω ότι είμαι καλά και να πιάσουμε κουβεντούλα σα δυο παλιοί γνωστοί. Θα σε βοηθούσε να απαλλαγείς από κάθε ίχνος ενοχής που ίσως έχεις για τον τρόπο που μου φέρθηκες. Όμως αντέχεις να ακούσεις την αλήθεια;
Η αλήθεια είναι ότι με πόνεσες πολύ. Έφυγες χωρίς να λογαριάσεις τίποτα. Με μια κουβέντα αναίρεσες όλα όσα μου έλεγες, όλα όσα πίστευα. Σε μια στιγμή ακύρωσες όρκους και όνειρα και με άφησες κομμάτια. Κι εκείνο το ρημάδι το γιατί έμεινε αναπάντητο, να αιωρείται στον αέρα μαζί με το αντίο που ακόμα μου χρωστάς.
Κι έρχεσαι τώρα και ρωτάς τι κάνω; Τι νόημα έχει αλήθεια; Έπρεπε να με ρωτήσεις μήνες πριν, τότε που έπνιγα τους λυγμούς και έκρυβα τα δάκρυα πίσω από προσεκτικά προβαρισμένα χαμόγελα. Τότε που ο χρόνος είχε σταματήσει σ΄ εκείνη τη νύχτα που με άφησες και δεν έλεγε να ξημερώσει. Τότε που μέτραγα πληγές και λάθη και προσπαθούσα να σου δώσω χρόνο μήπως γυρίσεις. Τότε που σκότωσες ότι όμορφο είχα μέσα μου και με ανάγκασες να γίνω σκληρή για να σε ξεπεράσω. Τότε που έπαψα να εμπιστεύομαι τους ανθρώπους, για να μην με προδώσουν ξανά.
Τώρα πια δεν έχει νόημα να ρωτάς. Είμαι καλά! Μα όχι χάρη σε σένα. Είμαι καλά γιατί το θέλησα εγώ. Κι ας έκανες ότι μπορούσες για το αντίθετο. Βλέπεις, μαλάκα μου, η σιωπή σου μου έκανε καλό. Γιατί μου έδειξε πόσο δειλός είσαι.
Απέφυγες να δώσεις εξηγήσεις, για να μη χρειαστεί να ψάξεις για απαντήσεις που δεν έχεις. Δεν είπες αντίο, μόνο ένα «τα λέμε», για να κρατάς την πόρτα ανοιχτή, μήπως θελήσεις να γυρίσεις. Δε με έψαξες, γιατί φοβήθηκες να έρθεις αντιμέτωπος με τις πληγές μου, δεν θα άντεχες να δεις τον πόνο στα μάτια μου. Προτίμησες να χαθείς σα να μη συμβαίνει τίποτα, και να συνεχίσεις την αδιάφορη ζωούλα σου χωρίς τύψεις κι ενοχές. Και τώρα που είδες ότι είμαι καλά, έχεις το θράσος κι εμφανίζεσαι ξανά.
Ναι, λοιπόν, είμαι καλά! Και δε σε θέλω στη ζωή μου. Ανήκεις πια στο παρελθόν και εγώ ζω στο παρόν μου, που δε σε ξέρει, και φτιάχνω το μέλλον που ονειρεύομαι, με τους ανθρώπους που μπορώ να εμπιστευτώ.
Δε θέλω να ακούσω τις εξηγήσεις σου, δεν περιμένω καν τη συγγνώμη που μου χρωστάς. Ούτε το αντίο σου το χρειάζομαι πια, γιατί έχω πει εγώ το δικό μου.
Ίσως να πίστευες πως θα σε περιμένω. Πως θα σου επιτρέψω να πειραματίζεσαι με τη ζωή σου και τα θέλω σου παραμένοντας σε μια γωνίτσα να παίζω το ρόλο της εν δυνάμει καβάτζας σου. Μα έκανες λάθος. Δεν είμαι η χαζογκόμενα που θα τονώσει το εγώ σου και θα καλύψει τις δικές σου ανασφάλειες. Ούτε η αδύναμη γυναικούλα που θα κρυφτεί σε μια γωνίτσα μέχρι να γυρίσεις. Είμαι γυναίκα, μαλάκα μου, και έχω μια αξιοπρέπεια, που δεν τη χαλαλίζω για κανέναν. Μπορεί να είμαι τρωτή και ευάλωτη, έμαθα όμως να σφίγγω τις γροθιές και να σηκώνομαι όταν με ρίχνουν.
Έμαθα να μαζεύω τα κομμάτια μου και να με ξαναφτιάχνω, κάθε φορά πιο δυνατή. Έμαθα να χαρίζω τον εαυτό μου σε έναν άντρα με μπέσα και τιμή, μα να γυρίζω την πλάτη μου σε κάθε δειλό και λίγο. Και το κυριότερο, έμαθα να φεύγω με το κεφάλι ψηλά. Γιατί δε ντρέπομαι.
Πάρε λοιπόν το μηνυματάκι σου και το δήθεν ενδιαφέρον σου και φύγε. Πάρε μαζί και τις ηλίθιες εξηγήσεις σου. Δεν τις χρειάζομαι πια. Δε θέλω να σου μιλήσω. Δε θέλω να ακούσω τίποτα. Πόνεσα αλλά πέρασε καιρός από τότε. Και τώρα πια είμαι καλά. Κι αν χάρηκα που σε είδα ήταν μόνο και μόνο γιατί κατάλαβα ότι σ΄έχω ξεπεράσει.
Μη μ΄ ενοχλήσεις λοιπόν ξανά. Όσο για το μηνυματάκι σου, δε μπαίνω καν στον κόπο να απαντήσω. Εξάλλου κι η σιωπή απάντηση είναι. Κουβέντες μαζί σου δε θέλω. Δεν έχουμε τίποτα να πούμε. Είναι αργά για εξηγήσεις και εγώ δεν έχω πια καιρό για χάσιμο.
Φεύγω… Έφυγα… Έχω μια ζωή να ζήσω! Τη ζωή μου!