Γράφει ο Άγγελος Μοναχικός
Πέρασαν τα χρόνια και σε θυμάμαι νια. Λυτά μαλλιά κατάξανθα που ντύνανε το πρόσωπό σου, μεταξωτές κουρτίνες που σκίαζαν τον έρωτά μου.
Πώς να ‘σαι άραγε; Το πρόσωπό σου γέρασε ή ειν’ ακόμα νέο; Τα ροδαλά σου μάγουλα, τα ζουμερά χείλη, το δέρμα το απαλό που σκέπαζε το δείλι; Δεν αξιώθηκα να έρθω να σε δω, χάραζα νύχτα μέρα θαμμένος μες τις σκέψεις σου ν’ αναπολώ με δέος. Λίγες οι μνήμες μας πολύ, μα θύμιζαν ζωή μας, όπως αυτά της μέλισσας που χτίζει την κηρήθρα και χάνει την πραμάτεια της, τον κόπο και τη γλύκα.
Έτσι σταμάτησες κι εσύ να αγαπάς εμένα, το νοιάξιμο, το χάδι σου κι εσύ απωθημένα, σαν τη λαχτάρα της στιγμής που φάνταζε με πρώτη και χάσαμε αγάπη μου του έρωτα τη νιότη. Δεν γέρασες στα χέρια μου κι έχασα όλα τ’ άλλα, μικρά μα και μεγάλα σου βήματα της ζωής σου και ζεις μόνο στις σκέψεις μου και στα παλιά όνειρά μου.
Πώς είσαι άραγε εσύ και σκούριασε η ψυχή μου;
Τα χρώματα ξεθώριασαν και ντύθηκαν στα μαύρα, ασπρόμαυρη στη σκέψη μου δίχως καμία ρυτίδα.
Σαν τελευταίο σ’ αγαπώ αδιάβαστο στα χείλη.
Σαν του νοτιά τη ζεστασιά που αγάπη σε γεμίζει.
Σαν του βοριά τα μυστικά που πάγωσε το κρύο.
Και έμεινε άδεια η ζωή, δίχως ούτ’ ένα αντίο…
Πώς να ‘σαι άραγε;