Γράφει η Μπάρμπυ Κορμαρή
Ξημέρωσε επιτέλους! Ατέλειωτη της φάνηκε αυτή η νύχτα, όπως και όλες οι νύχτες που κοιμάται πλάι του. Είναι νωρίς ακόμα, μα εκείνη σηκώνεται και ντύνεται βιαστικά. Θέλει να βγει έξω, δεν τη χωράει ο τόπος. Άραγε θα έχει ανοίξει εκείνο το καφενεδάκι στη γωνία; Λέει να πάει να πιεί εκεί τον καφέ της σήμερα, να πάρει τις πρωινές εφημερίδες και να καθίσει σ’ ένα απόμερο τραπεζάκι, μήπως κι έτσι κοπάσει η φουρτούνα που νιώθει μέσα της.
Καιρό τώρα νιώθει να πνίγεται σ’ αυτό το γάμο. Σαν κάποιος να της στερεί το οξυγόνο. Ασφυκτιά μέσα στο σπίτι, που κάποτε ήταν το καταφύγιό της. Κάθε μέρα διεκπεραιώνει μηχανικά όλα όσα πρέπει να κάνει κι ύστερα κάθεται αμίλητη σε μια πολυθρόνα, κρύβεται πίσω από ένα βιβλίο και κάνει πως διαβάζει.
Εκείνος δείχνει να μην καταλαβαίνει. Συμπεριφέρεται φυσιολογικά, σα να μη συμβαίνει τίποτα. Ακόμα κι όταν εκείνη τον αποφεύγει, δεν αντιδρά, δε ρωτάει, δε σχολιάζει, σα να είναι φυσιολογικό να μοιράζονται απλά το σπίτι, μα να έχουν γίνει πια δυο ξένοι.
Εκείνη όμως δεν αντέχει άλλο. Θέλει ένταση στη ζωή της, θέλει πάθος, θέλει τρέλα. Είναι νέα ακόμα για να εγκλωβιστεί σ’ ένα γάμο που δεν την γεμίζει. Δε μπορεί να προσδιορίσει τι ακριβώς της φταίει, το μόνο που ξέρει είναι ότι νιώθει άδεια. Άδεια και τόσο μόνη…
Τον τελευταίο καιρό τα πάντα γίνονται μηχανικά. Μηχανικά τρώνε, μηχανικά κουβεντιάζουν για τα απαραίτητα, μηχανικά κάνουν έρωτα. Καμιά φορά αναρωτιέται πώς είναι δυνατόν αυτό να του είναι αρκετό. Εκείνη πια δεν το αντέχει. Δε λαχταράει να βρεθεί κοντά του, δε θέλει να μένουν μόνοι οι δυο τους.
Κι εκείνες τις νύχτες που δεν καταφέρνει να αποφύγει το άγγιγμά του, δε νιώθει καμιά ευχαρίστηση. Σα να έχει νεκρώσει το σώμα της και μαζί και η ψυχή της. Δεν νιώθει καμιά επιθυμία για εκείνον, και ξέρει καλά πως η απώλεια της επιθυμίας προαναγγέλλει το τέλος.
Κι όμως, κάποτε νόμιζε πως μαζί του θα μπορούσε να είναι ευτυχισμένη. Θυμάται τον καιρό που γνωριστήκανε. Από την πρώτη στιγμή της έδειξε ότι του αρέσει κι έκανε τα πάντα για να την κερδίσει. Την κολάκεψε το ενδιαφέρον του. Είχε ανάγκη από κάποιον να την αγαπάει, κάποιον που να μπορεί να βασιστεί πάνω του. Της φάνηκε τόσο δυναμικός και σίγουρος για τον εαυτό του κι αυτό την έκανε να τον προσέξει. Κι εκείνος, χωρίς να έχει ιδιαίτερη ανάγκη από δεκανίκι για να στηρίξει την αυτοεκτίμησή του, χάρηκε για το ενδιαφέρον της.
Τελικά όμως τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν όπως τα περίμενε. Με τον καιρό ο ενθουσιασμός του καταλάγιασε και η συμπεριφορά του άλλαξε. Εκείνη ονειρευόταν μια ζωή συντροφική και γεμάτη εμπειρίες και βρέθηκε σε μια ρουτίνα που κόντευε να την τρελάνει. Κι όσο κι αν περίμενε μια έκπληξη από εκείνον, μια αλλαγή για να ξεφύγουν λίγο από τα συνηθισμένα, μια απόδραση από τη μουντή καθημερινότητα, εκείνος έδειχνε να μην καταλαβαίνει. Καμία διάθεση να την ευχαριστήσει, καμία πρόθεση να ξεβολευτεί για να της κάνει το χατήρι.
Κουράστηκε να ζει έτσι. Κουράστηκε να μη νιώθει, να μη θέλει, να μην επιθυμεί. Δεν αντέχει μια ζωή με χλιαρά συναισθήματα και καταπιεσμένες επιθυμίες. Θέλει να ξεφύγει, να είναι πάλι ελεύθερη.
Θέλει να ερωτευτεί μέχρι τρέλας και να τολμήσει να σπάσει κάθε κανόνα λογικής. Θέλει να λιώνει από καύλα για τον άντρα που θα είναι δίπλα της, να πεθαίνει και να ξαναγεννιέται στα χέρια του. Θέλει κάποιον που να τη θέλει τόσο πολύ, που να γυρνάει τον κόσμο ανάποδα για ένα της χαμόγελο.
Κάποιον που δε θα διστάσει να την πάρει να φύγουνε με άγνωστο προορισμό. Κάποιον που δε θα χορταίνει το κορμί της και θα της κάνει έρωτα με πάθος ξανά και ξανά. Κάποιον που θα ξεκλειδώσει το μυαλό της και θα κυριαρχήσει στην σκέψη της. Κάποιον που θα την κατακτήσει απόλυτα κι ολοκληρωτικά, πριν της παραδοθεί χωρίς όρους και όρια. Κάποιον που θα δώσει επιτέλους νόημα και υπόσταση στο «μαζί».
Κάποιον που μαζί του θα είναι ζωντανή…