Όταν συντονίζονται οι καρδιές, όλα τα υπόλοιπα παύουν να έχουν σημασία!
Γράφουν η Άντζελα Καμπέρου και ο Γιάννης Βογιακέλης
Με μια ανάσα φύγαμε μπροστά.
Ούτε πίσω κοιτάξαμε, ούτε στάση κάναμε.
Ευθεία, σαν η Γη να έσβηνε τις στροφές της.
Σαν να ήξερε την μέθη μας και να μην ήθελε να προσθέσει σε αυτή τη ζάλη.
Αρκετή, σου λέει, ήταν κι από μόνη της. Δεν χρειάζεται περίσσια ένταση που δεν προσθέτει αλλά αφαιρεί…
Δέσαμε τα χέρια, κλείσαμε σφιχτά τα μάτια και κάναμε εκείνο το άλμα που τόσο φοβόμασταν παλιότερα.
Νιώθαμε ελεύθεροι και οι ανάσες μας πλέον ήταν πιο ανάλαφρες, πιο βαθιές.
Είχαν άλλη υπόσταση.
Θύμιζαν ένα γλυκό καλοκαίρι κι ένα δροσερό φθινόπωρο, ταυτόχρονα, σαν να μην υπήρχε πια διαχωρισμός.
Έδεσαν οι εποχές μας με τα χέρια μας και έφτιαξαν εκείνη την νέα, την δική μας.
Αυτή που έκανε τα κλειστά μας μάτια να ανοίξουν όλο έκπληξη κι ανυπομονησία, καθώς ήδη βλέπαμε τα χρώματά της να διώχνουν το σκοτάδι τους.
Λίγο πορτοκαλί και λίγο κόκκινο, λίγη θάλασσα και λίγο χιόνι, και τα μάτια μας στραφτάλιζαν από την ένταση της στιγμής.
Μόνοι, οι δυο μας, σε έναν ανοιχτό δρόμο χωρίς πια κανέναν να μας λέει τι πρέπει και δεν πρέπει.
Τα χρώματα και τα σκηνικά εναλλάσσονταν και εμείς είχαμε στυλωμένα τα μάτια ο ένας πάνω στον άλλον.
Τίποτα δεν μπορούσε να μπει στον δρόμο μας. Τίποτα να ανακόψει την πορεία μας.
Νιώθουμε τις καρδιές μας να συντονίζονται. Με κάθε βήμα, με κάθε ανάσα, με κάθε κίνηση οι χτύποι τους μιλούν όλο και πιο δυνατά.
Όσο πιο κοντά έρχονται, τόσο πιο πολύ φωνάζουν.
Σαν να θέλουν να τρομοκρατήσουν μέχρι και το τελευταίο μόριο αέρα που τολμά να υπάρχει ανάμεσά τους για να φύγει όπως όπως.
Κι όσο μειώνεται η απόσταση, σείονται οι ζωές μας καθώς ενώνονται.
Και για λίγο, για μια στιγμή μονάχα, είμαστε οι μόνοι άνθρωποι πάνω στην γη.
Δεν υπάρχει άλλη ψυχή γύρω μας, είμαστε εμείς και οι παλμοί από τις καρδιές μας, εμείς και οι φλόγες που μας τυλίγουν μέσα τους.
Για μια μονάχα στιγμή, όλα τα υπόλοιπα παύουν να έχουν σημασία, γίνονται μικρά και εξαφανίζονται και είμαστε εμείς στο κέντρο του κόσμου, με χέρια μπλεγμένα να ατενίζουμε ένα μέλλον που κανείς μας δεν ξέρει πού θα μας βγάλει.