Γράφει ο Γιώργος Καραγεώργος
Όταν βρεθούν δύο πληγωμένοι σε μια σχέση, δεν είναι παραμύθι. Είναι μάχη, είναι πόλεμος, είναι αγώνας.
Δεν πλησιάζουν γλυκά ο ένας τον άλλον. Συναντιούνται σαν δύο θηρία που έζησαν στην ίδια ζούγκλα, έμαθαν να πολεμούν για να επιβιώσουν, να δείχνουν δόντια, χωρίς λόγο τις πιο πολλές φορές.
Στην αρχή, όλα είναι δύσκολα!
Το βλέμμα σου σκληραίνει, γιατί έχεις ήδη δει στο παρελθόν τι σημαίνει να σε προδίδουν.
Η φωνή σου τρέμει, αλλά την κάνεις να ακούγεται ψυχρή, γιατί δεν θέλεις να δείξεις αδυναμία.
Κρατάς αποστάσεις, αλλά η καρδιά σου χτυπάει σαν τύμπανο από τον φόβο.
Είναι δύο ψυχές που μυρίζουν το αίμα από μακριά.
Ξέρουν να αναγνωρίζουν το ψέμα, τον φόβο, το δάγκωμα.
Και τότε, γίνονται άγρια ζώα, που ή ορμούν ή φεύγουν. Δεν υπάρχει μέση λύση.
Κανένας από τους δύο δεν είναι αθώος.
Έχουν πονέσει, έχουν κομματιαστεί, έχουν μάθει να κοιμούνται με την πλάτη στον τοίχο.
Κι όταν συναντηθούν, η πρώτη τους αντίδραση δεν είναι το χάδι, είναι τα νύχια. Γιατί μέσα τους ουρλιάζει η σκέψη, “αν τολμήσεις να με πληγώσεις κι εσύ, θα σε κατασπαράξω πριν προλάβεις.”
Κι όμως, ακόμα και τα πιο άγρια θηρία κάποια στιγμή κουράζονται να πολεμάνε.
Στην αρχή δείχνουν δόντια, ο ένας φυλάγεται απ’ τον άλλον, κι είναι έτοιμοι για μάχη. Αλλά σιγά σιγά, αρχίζει να φαίνεται η αλήθεια πίσω απ’ την αγριάδα, πως και οι δύο είναι πληγωμένοι.
Ένα βλέμμα που κρατάει λίγο παραπάνω, ένα άγγιγμα που διστάζει να τραβηχτεί, μια ανάσα που ξεφεύγει και φανερώνει φόβο. Εκεί, μέσα σ’ αυτά τα μικρά, ξεκινάει η ρωγμή. Και μέσα απ’ τη ρωγμή περνάει φως.
Κανείς δεν το ομολογεί πρώτος.
Είναι σαν δυο ζώα που γυρίζουν γύρω γύρω, κύκλους, να δουν αν υπάρχει ασφάλεια. Ο χρόνος γίνεται δοκιμασία, πόσο θα μείνεις πριν φύγεις; Πόσο θα αντέξεις πριν με προδώσεις;
Και τότε, κάπου εκεί που δεν το περιμένεις, πέφτει η πρώτη άμυνα, ανοίγει το πρώτο κουμπί.
Ένα “μην με πληγώσεις” που ξεφεύγει. Μια εξομολόγηση που σπάει την πανοπλία. Κι ο άλλος την ακούει, γιατί μέσα του κουβαλάει την ίδια προσευχή.
Έτσι αρχίζουν να κατεβαίνουν τα νύχια. Όχι μονομιάς, αργά, προσεκτικά, σαν να μην πιστεύουν κι οι ίδιοι πως είναι αλήθεια.
Κι όταν δύο αγρίμια μάθουν να μην φοβούνται πια το δάγκωμα, τότε γεννιέται κάτι σπάνιο.
Μία αγάπη που δεν έχει ψέμα, γιατί ξέρει από πληγές.
Μία αγάπη που δεν έχει παιχνίδια, γιατί ξέρει από απώλειες.
Μια αγάπη που, όσο κι αν ξεκίνησε με ουρλιαχτά, μπορεί να καταλήξει σε γαλήνη.
Δύο πληγωμένοι δηλαδή που έμαθαν να κρατιούνται, χωρίς να χρειάζεται πια να πολεμούν.