Γράφει η Χρυστάλλα Σωτηρίου
Επικίνδυνη γυναίκα λοιπόν!
Τι; Δε σας φαίνομαι εγώ αρκετά επικίνδυνη; Εγώ; Που χτύπησα, που καταπίεσα, που φίμωσα, που έκλεψα, που πρόδωσα, που κατέστρεψα, που παραλίγο να σκοτώσω;
Δε σας πείθω, έτσι;
Κι όμως!
Υπήρξα πολύ επικίνδυνη.
Για χρόνια καταπίεζα ένα μικρό, αθώο παιδί.
Ένα παιδί που του επέτρεπα μόνο να παρατηρεί την ασχήμια και τη μιζέρια γύρω του, να λυπάται, να κλαίει.
Να μη χαίρεται, να μην γελά και να μην απολαμβάνει τη ζωή. Να σιωπά.
Να ακούει και να βλέπει γύρω του πράγματα που δεν αντέχει, που το εξοργίζουν, που του αναστατώνουν το είναι και αυτό μόνο να σιωπά…
Εκεί, ήσυχα στη γωνίτσα του να κλαίει και να σιωπά. Του στέρησα το παιχνίδι, του έκλεψα τα όνειρα και τη χαρά. Το χτύπησα αλύπητα… Τέτοια είμαι! Το παράτησα μόνο του, ξεχασμένο από όλους και όλα. Του υποσχέθηκα πολλές φορές πως θα αλλάξουν τα πράγματα, πως θα του φερθώ κάποια στιγμή με αγάπη, πως θα το φροντίσω και θα το χαϊδέψω κλείνοντας το στην αγκαλιά μου.
Και ύστερα ξεχνούσα.
Δεν τηρούσα καμία από τις υποσχέσεις μου. Το πρόδωσα.
Του είπα ψέματα πολλές φορές.
Του μαύρισα την άλλοτε πολύχρωμη ψυχούλα του. Του τσάκισα τα φουντωτά του φτερά και τα έκλεισα σε ένα κουτί τσαλακωμένα. Ή καλύτερα σε ένα μπαούλο. Ένα μπαούλο κλειστό και σφραγισμένο από παντού. Και από τότε φοβόμουν μήπως κάποιος βρει αυτό το μπαούλο και αρχίζει να ρωτά τι είναι, τι κρύβει μέσα του.
Υπήρξα, λοιπόν, πολύ επικίνδυνη.
Εκεί, πάνω στο φόβο μου και την ανησυχία μου σκέφτηκα να το εξαφανίσω. Νόμιζα πως αν πετάξω το μπαούλο στον πάτο της θάλασσας, κανείς δεν θα μάθαινε ποτέ για αυτό.
Κανένας δε θα μάθαινε ποτέ τα σκοτεινά του μυστικά.
Τέτοια ήμουν!
Έτοιμη να πετάξω με φόρα από το παράθυρο ένα παιδί!
Ένα μικρό, αθώο παιδί.
Εμένα!