Γράφει η Ηρώ Αναστασίου
Δεν νοιώθω ιδιαίτερα καλά τελευταία, γιατί ξανάρχονται πάλι στον νου μου οι στιγμές που περάσαμε.
Ένα κολλημένο χαρτί μες στο μυαλό μου κι ας παραδέχτηκα πως σε ξεπέρασα.
Υπάρχουν μέρες που ζεις συνέχεια μέσα μου και με βασανίζεις.
Υπάρχουν μέρες που νοιώθω την αναπνοή μου να λιγοστεύει.
Μην νομίζεις ότι δεν προσπάθησα να το αλλάξω.
Απλά το συναίσθημα και η ψυχή δεν υπακούει.
Και νοιώθω τόσο κουρασμένη να σε διώχνω συνέχεια, που σ’ αφήνω να κυλιέσαι με μανία στην αγκαλιά μου.
Δεν ακούω πλέον τα τραγούδια που μου άρεσαν, γιατί όλα μου θυμίζουν εσένα.
Εσένα που δεν έφυγες ποτέ από μέσα μου.
Εσένα που σ’ έχασα τόσο άδικα.
Σκέφτομαι μερικές φορές ότι ίσως θα ήταν καλύτερα να μην σε γνώριζα, αλλά την επόμενη στιγμή το μετανιώνω.
Δεν θα είχα δει τον ήλιο καταμεσής στην θάλασσα.
Δεν θα είχα ξαπλώσει σε λιβάδι να κοιτάω τα άστρα.
Δεν θα είχα πιει νερό απ’ το κορμί σου, όταν διψούσα.
Δεν θα είχα δει τον ουρανό τόσο απερίγραπτα γαλάζιο.
Ιδιαίτερα στις πιο κρυφές στιγμές μας ένοιωθα να χάνομαι.
Ήταν τόση η χαρά μου όταν σε έβλεπα που ξεχνούσα τα πάντα, ακόμη και τον ίδιο μου τον εαυτό.
Αυτόν που περιμάζεψα και τον αγάπησα ξανά απ’ την αρχή.
Αυτόν που του έδωσα ξανά πίσω την αξία που του πρέπει.
Αυτόν που ορκίστηκα ότι δεν θα τον ξανά πληγώσω.
Γιατί όταν η αγάπη γίνεται πληγή, το καλύτερο που έχεις να κάνεις, είναι να μαζεύεις τα κομμάτια σου και να φεύγεις.
Να φεύγεις κι ας σου ξεριζώνουν το παιδί απ’ την μήτρα.
Να ζητάς ξανά πίσω τον εαυτό σου.
Αυτόν που έχασες στην πορεία.
“Ιδιαίτερα” αν αυτήν η πορεία σε σκότωσε..