Γράφει η Γεώρα
Τι νόμιζες, πως θα καθόμουν να κλαίω την τύχη μου; Ή να αφήσω τις πληγές της ψυχής να με πατρονάρουν. Δε λέω, πόνεσα, έκλαψα, έχασα την διάθεσή μου για κάθετί που μου άρεσε. Δεν ήθελα να δω κανέναν. Βίωσα τον χωρισμό στο έπακρο.
Όμως στη ζωή ερχόμαστε για να ευτυχίσουμε. Και εσύ, δυστυχώς, μόνο ευτυχία δεν μου έφερες. Όμως στ’αλήθεια, τι νόμιζες (;) πως θα κρατήσω στην αγκαλιά μου όλο τα άχρηστα συναισθήματα που με
τάϊσες;
Γιατί να κάνω παρέα με την ανασφάλεια, τη θλίψη, την αβεβαιότητα και να μην επιλέξω τον έρωτα, τον ενθουσιασμό και την τρυφερή οικειότητα; Μου έκανες δώρο πόνο και με ρωτάς κι’όλας γιατί δεν τον κρατάω ακόμα στη ζωή μου.
Γιατί κουράστηκα, πήρα τον χρόνο που μου χρειάστηκε για τον χωρισμό μας και τώρα θέλω να ξεκινήσω πάλι από την αρχή. Γιατί με έκανες να αμφιβάλλω για εμένα και αυτό δεν θα το επιστρέψω ποτέ να επαναληφτεί!