Λείπεις· από το πλάι μου κι από το τώρα μου
Γράφει η Ηρώ Αναστασίου.
“Δεν αγαπάμε για να μας αγαπήσουν, αγαπάμε γιατί έτσι νιώθουμε”, λέει ο αγαπημένος Μπουσκάλια.
Κι εγώ, σ’αγαπώ γιατί έτσι νιώθω.
Σε νιώθω τόσο δυνατά μέσα μου που ξεσκίζονται τα σωθικά μου.
Μην μου πεις να σ ’απαρνηθώ, γιατί δεν μπορώ.
Δεν μπορώ μωρέ να μην σ ’έχω μέσα μου κι ας μην είσαι πλάι μου.
Δεν με νοιάζει αν σου τελείωσε το ερωτικό, το μυαλό μου πονάει μακριά σου.
Θέλησα να γράψω έναν στίχο να σβήσει την θύμησή σου, τον ήχο σου που ακούει στα σπλάχνα μου, το άρωμά σου που μυρίζει στις φλέβες μου.
Να αγγίξω έστω κάτι απ’τα γραμμένα που να σε τραυματίσει μέσα μου, να ξεριζώσει λίγο απ’τη μορφή σου.
Πώς να το κάνω όταν όλη η πλάση μου θυμίζει εσένα;
Ποιον στίχο ν ’ακουμπήσω για να σε κοιμίσω;
Πες μου ποιον; Πώς να σ ’απαρνηθώ, πες μου;
Ένα κομμάτι μου θα είναι πάντα δικό σου.
Είναι όλο αυτό που μ ’έκανες να νιώσω, είναι αυτό που μ ’έκανες να αγαπήσω.
Κι υπάρχουν φορές που πονάω τόσο που δεν γράφω ούτε μια λέξη.
Ποια λέξη άραγε ισούται με την κραυγή, ποια λέξη μπορεί να πλημμυρίσει απόγνωση;
Δεν υπάρχει σου λέω, μόνο ότι η ψυχή καταγράφει.
Γράφω κι ας μην το βλέπεις, γράφω για να ηρεμεί η φωνή μου.
Νιώθω την έλλειψή σου μέχρι το κατακάθι της ύπαρξης μου, αλλά τώρα γνωρίζω καλά ότι αυτό θα μ ’ακολουθεί και θα με συντροφεύει.
Γιατί η καρδιά μου σου ανήκει, όπως και το γιασεμί της ψυχής μου.
Είναι το δικό μας γιασεμί, αυτό που θα φοράμε πάντα για να μην νιώθουμε μόνοι.
Χωρίς εσένα, αγκομαχάνε οι ώρες, ψάχνοντας βήματα να σταθούν, ψάχνοντας φωνή να ημερέψουν και ψυχή να καρφώσουν της κραυγής την ανάσα.
Αντέχω, σου είπα.
Με τι χρώμα να βάψω όμως τη λύπη του “μου λείπεις”;
Μου λείπεις!