Γράφει ο Δημήτρης Ξυλούρης
Σε κάθε δωμάτιο, σε κάθε πλήθος, τα μάτια μου ψάχνουν το δικό σου βλέμμα. Δεν με νοιάζουν οι άπειρες ματιές, τα αδιάφορα χαμόγελα, τα πρόσωπα που αλλάζουν μορφές. Όλα γίνονται σκηνικό για να βρω εσένα, το ένα και μοναδικό σημείο που με σταματά.
Δεν με ενδιαφέρουν οι εύκολες αγκαλιές ούτε τα πρόχειρα φιλιά. Το σώμα μου μπορεί να ακουμπήσει χίλιες άλλες παρουσίες, αλλά η ψυχή μου θυμάται μόνο τη δική σου αφή. Υπάρχουν αρώματα, φωνές, συνήθειες, κι όμως τίποτα δεν κολλά επάνω μου όπως εσύ. Στο χάος που λέγεται ζωή, η κατεύθυνση δείχνει πάντα προς το μέρος σου.
Σε συναντώ ξανά και ξανά, με άλλο πρόσωπο, άλλη στιγμή, αλλά η ουσία μένει ίδια. Είσαι το γνώριμο βλέμμα στο άγνωστο, το χέρι που φαντάζομαι να απλώνεται όταν όλα καταρρέουν. Δεν ξέρω αν είναι πεπρωμένο, αν είναι σύμπτωση ή αν απλώς έτσι θέλω να το πιστεύω. Μα ξέρω ότι δεν υπάρχει τρόπος να το αποφύγω.
Σε κυνηγάω μέσα στον χρόνο, όχι για να σε κρατήσω, αλλά για να σε αναγνωρίσω. Είσαι η απάντηση που επιστρέφει κάθε φορά που ρωτάω τον εαυτό μου ποιος είμαι και τι θέλω. Όλα τα υπόλοιπα είναι φασαρία, πρόσκαιρες εκρήξεις, θόρυβος που σβήνει.
Γι’ αυτό σου μιλάω τώρα. Όχι για να σε πείσω, αλλά για να σου θυμίσω πως δεν είμαστε δύο τυχαίοι που έτυχε να βρεθούν. Είμαστε οι ίδιοι δύο δρόμοι που διασταυρώνονται ξανά και ξανά, όσο κι αν αλλάξει ο καιρός, όσο κι αν αλλάξουν οι πόλεις.
Ό,τι κι αν σταθεί εμπόδιο, η διαδρομή μας θα συνεχίζει. Γιατί αυτό που νιώθω για σένα δεν είναι παιχνίδι, δεν είναι σκιά· είναι ρίζα. Και οι ρίζες, όσο κι αν τις ξεριζώσεις, ξαναβρίσκουν τρόπο να ανθίσουν.