Γράφει ο Nickolas M.
Εγώ μπορώ να σε καταλάβω. Γιατί ξέρω πώς είναι.
Ξέρω, την ώρα που κάθεσαι έξω στο μπαλκόνι με ένα ποτήρι κρασί, αργά το βράδυ, να κοιτάς το φεγγάρι αμίλητος. Την ώρα που μαζεύουν τα σκουπίδια, κι οι τελευταίοι ξενύχτηδες γυρνάνε μεθυσμένοι σπίτια τους. Κι αναρωτιέσαι αν τα έκανες όλα σωστά και σήμερα. Κι αν έκανες περήφανους αυτούς που περιμένουν πάντα το καλύτερο από σένα, ή αν τους απογοήτευσες. Ή αν ικανοποιώντας τους, απογοήτευσες τον εαυτό σου.
Εγώ μπορώ να σε καταλάβω, γιατί ξέρω πώς είναι.
Να πατάς πάντα σε δυο βάρκες, να κρατάς την τέλεια ισορροπία, ακόμα και στην τρικυμία. Κι όταν οι άλλοι σε βλέπουν αλύγιστο, εσένα να τρέμουν τα πόδια σου από την υπερένταση, να μην πέσεις. Να μην βουλιάξεις στο σκοτεινό και παγωμένο νερό. Και πάντα να τους βγάζεις ασπροπρόσωπους, αυτούς που σε έχουν πρότυπο και σε δείχνουν με το δάχτυλο στα πιτσιρίκια, «να, σαν αυτόν να γίνεις όταν μεγαλώσεις».
Εγώ μπορώ να σε καταλάβω, γιατί ξέρω πώς είναι.
Να είσαι ο τυχερός που σου έστρωσε κόκκινο χαλί η ζωή και όλα ήρθαν δεξιά. Που δεν χρειάστηκε ποτέ να σκεφτείς τίποτα, που τα βρήκες όλα έτοιμα, γιατί σε προετοίμαζαν να γίνεις ο πρίγκιπας που σου άξιζε να γίνεις και να φωτίσεις τους πάντες με το υπέρλαμπρο σου άστρο. Αλλά που παρόλα αυτά, εσένα τα πόδια σου έχουν πληγές από τα χαλίκια και τις κοτρόνες που περπάτησες, αυτές που κανείς ποτέ δεν είδε, γιατί έβλεπαν την άσφαλτο που περίμεναν να πατήσεις.
Εγώ μπορώ να σε καταλάβω, γιατί ξέρω πώς είναι.
«Κανένας δεν μπορεί να καταλάβει πως είναι ν’ αγαπάς μες στο σκοτάδι». Ναι, κι εγώ το έχω σιγοτραγουδήσει αυτό, αδειάζοντας ένα, και δύο, και τρία μπουκάλια ουίσκι, πότε σε καταγώγια γεμάτα καπνό και πότε μόνος στα βράχια δίπλα στη θάλασσα. Για μια αγάπη που ποτέ δεν έπρεπε να υπάρξει, που δεν σου ταίριαζε, δεν σου άξιζε, δεν ήταν για σένα ρε παιδί μου. Γιατί είσαι για τα ψηλά και τα απλησίαστα κι όχι τα ταπεινά που πρέπει να ικανοποιούν τους ανήμπορους κι όσους δεν έχουν φτερά να πετάξουν.
Εγώ μπορώ να σε καταλάβω, γιατί ξέρω πώς είναι.
Αλλά έχω δει και το μετά.
Που πετάς με δύναμη το μπουκάλι στα βράχια να σπάσει με πάταγο .
Που βουτάς την αγάπη από τα πυκνά σγουρά μαλλιά της και τη φιλάς με πάθος στο στόμα.
Που δίνεις μια γενναία κλωτσιά στο κόκκινο χαλί και με χαρά περπατάς ξυπόλητος στην άμμο δίπλα στη θάλασσα και στο ζεστό χώμα που έπαιζες μπάλα μικρός.
Που με χαρά θα αφεθείς να πέσεις κι από τις δυο βάρκες και να απολαύσεις την αίσθηση της κρύας θάλασσας που σε αγκαλιάζει στοργικά. Κι όχι για να πνιγείς , αλλά για να σε πάει ήσυχα το κύμα όπου αυτό θέλει.
Και λίγο πριν δύσει το φεγγάρι κι ανατείλει ξανά ο ήλιος, από το ψηλό μπαλκόνι που σε έβαλαν για να αγναντεύεις τον κόσμο, θα κατέβεις ανάλαφρα, πετώντας σχεδόν, για να γίνεις μια αγκαλιά με όλους όσους σε είχαν ψηλά.
Γιατί το ψηλά δεν υπάρχει. Είναι ένα ωραίο παραμυθάκι που σου λένε όταν είσαι παιδί στην κούνια σου. Είστε μόνο εσύ κι αυτοί, όλοι μαζί, στην ίδια αρχή και στο ίδιο τέλος.
Κι αυτό, πίστεψε με, ξέρω πάρα πολύ καλά πώς είναι.