Γράφει η Ειρήνη Σταυρακάκη
Κάθε μέρα μετράς. Αδιάκοπα μετράς. Ειναι τα λεπτά, η ώρα, η μέρα; Δε χρειάστηκε πολλές φορές να κοιτάξεις καν το ρολόι, γιατί ήξερες. Ήξερες και ζήλευες τους ανθρώπους που δεν είχαν την αίσθηση του χρόνου, που δε χρειαζόταν να τρέξουν για τη δουλειά, για την οικογένεια, για το φαγητό, για το σπίτι.
Ήξερες. Και όμως το επεδίωκες να βρίσκεσαι μαζί τους. Ζητούσες απεγνωσμένα να εστιάσεις στη διαφορετικότητά σου, ήθελες κι εσύ να είσαι ζηλευτός. Κανένας όμως δε στο ξεστόμισε ποτέ. Κανένας δε σε χειροκρότησε. Κανένας δε σε κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια και να σε επαινέσει γι αυτή την ξεκάθαρη εμμονή.
Άλλαξες ταυτότητα. Έκανες ένα βήμα παραπέρα. Η φοιτητική ζωή δε σε κράτησε πίσω. Ανέκαθεν γύρευες δραστηριότητες που να μπορούν να κουμπώνουν στα μέτρα σου. Τα κατάφερες.
Εργάζεσαι σε ό,τι επέλεξες να εργαστείς χωρίς κόπο, χωρίς ιδρώτα, χωρίς κροκοδείλια δάκρυα. Κοιμάσαι στο σπίτι που εσύ διάλεξες να είσαι κι ας το διεκδικούσαν και άλλοι. Κατάφερες να το διεκδικήσεις και στο τέλος να το κερδίσεις. Για ποια νίκη όμως είσαι φτιαγμένος; Άτρωτος Αχιλλέας που αναζητά την αλήθεια.
Θα μου πεις και ο χρόνος; Κατάφερες να τον θέλξεις κι εκείνον; Ο ζήλος των φίλων που δεν είχαν ρολόγια; Αυτός είναι ο ένας και μοναδικός σου φόβος, η αχίλλειος πτέρνα σου. Πλέον δε σου αρέσει να το επιδεικνύεις. Γνωρίζεις ξεκάθαρα πως δεν είσαι ζηλευτός, είσαι ξεχωριστός.
Αυτή η αίσθηση του χρόνου δε θα αποχωριστεί ποτέ το δέρμα σου, είναι κομμάτι σου. Θες να το κρύβεις καλά γιατί σε κυνηγά σαν κατάρα, που όσο τη θάβεις τόσο ξεθάβεται προς το φως.
Μη νομίζεις. Δε πάει καιρός από τότε. Τότε που μπορούσες να προκαλέσεις ανοιχτά σε μάχη οποιοδήποτε ήθελες. Τότε που δεν υπολόγιζες τη ζωή σου κι ας είχες το αγκάθι του χρόνου. Γνωρίζω όμως το σημάδι στη φτέρνα σου.
Από κει θα σε αναγνωρίσω. Κι ας έχεις αλλάξει ξανά και ταυτότητα και ζωή. Δε με πειράζει, είπε ξανά γοερά στον εαυτό της κι έκλεισε αργά το ογκώδες βιβλίο…