Γράφει η Περσεφόνη Χρυσαφίδου
Δε θέλω μόνο να πρέπει. Μου αρκεί να μπορώ να ζήσω για όλα όσα θέλω. Να θέλω να προσπαθώ για τη μέρα που ξημερώνει κι όχι να πρέπει να προσποιηθώ πως αισθάνομαι ευγνώμων και τυχερή.
Δε θέλω να φοβάμαι τη μέρα που θα πεθάνω, μα μόνο να διατηρήσω άσβεστη τη λαχτάρα μου για ζωή. Να ξοδεύω και το παραμικρό δευτερόλεπτο που περνάει χωρίς να το θεωρώ δεδομένο και να χωράω μέσα στις ώρες τα όνειρα ενός μικρού παιδιού. Θέλω να μη χρειάζεται να τιθασεύσω την τρέλα μου για την τιποτένια ψυχή όσων ποτέ δεν αγάπησαν τους ανθρώπους.
Ούτε κανέναν να με γιατρέψει θέλω, ούτε ποτέ στ᾽αλήθεια πίστεψα πως χρήζω γιατρειάς. Είναι ασύμφορα παράλογος ο κόσμος μου, για να χωρέσει τους ορθολογιστές και παντογνώστες του σύμπαντος. Το μόνο που θέλω είναι να βολευτώ στο δικό μου παράλογο και να σταθώ τόσο τυχερή, ώστε να έχω απέναντί μου έναν άνθρωπο που να μπορεί να αποκωδικοποιεί όλα εκείνα που στους άλλους ηχούσαν περίεργα.
Δε θέλω ιδέες έτοιμες που εκμηδενίζουν τη μαγεία της αναζήτησης και της προσωπικής ανακάλυψης, στερώντας μου τη δυνατότητα της αποθέωσης. Θέλω ανθρώπους διάφανους, σαν σύντομα ποιήματα, που με αποσπούν από τις υπερωρίες της αυτοκαταστροφής μου και μου μαθαίνουν πως όλα θέλουν ψυχή για να αποκτήσουν υπόσταση και κάποιον να πιστεύει στ᾽αλήθεια σε αυτά.
Ούτε υπερηφάνειες θέλω, ούτε ανθρώπους που από ανάγκη ξέμειναν δίπλα μου. Μονάχα θα σου ήμουν ευγνώμων, αν τυχόν και μου χάριζες εκείνους τους ταπεινούς που εσένα σου περισσεύουν, που έμαθαν πάντα ν᾽ανοίγουν την αγκαλιά τους, αφού οι ίδιοι τόσο την στερήθηκαν. Θα σου ήμουν για πάντα υπόχρεη, αν μου χάριζες εκείνους τους ανθρώπους, που αναπνέουν τη συγγνώμη μου και τη μετουσιώνουν σε ζωή και που χαμηλώνουν το βλέμα τους, όχι για να αποφύγουν τον χαιρετισμό σου, αλλά για να αποφύγουν να σε φέρουν σε δύσκολη θέση.
Δε θέλω να περιμένω να έρθει η ώρα που θα αποχαιρετίσω για πάντα τη γήινη φύση μου, ώστε να συναντήσω τον χαμένο παράδεισο, γιατί έτσι χάνω καθημερινά τον μόνο αληθινό παράδεισο που θ᾽αντικρίσουν ποτέ τα μάτια μου. Θέλω τόσο τη ζωή, τον ερώτα, τους φίλους, που η αντίστροφη μέτρηση ενός αόρατου ρολογιού με κάνει να τα λησμονώ, πριν καν τα συναντήσω.
Θέλω να λέω “δεν μπορώ” και να μη δεσμεύω την ελευθερία μου σε ψεύτικες ανάγκες όσων ποτέ δε νοιάστηκαν. Θέλω μόνο εκείνους, που δε χρειάζεται να γκρεμίσουν εμένα, για να χτίσουν τους ίδιους, κάτι ψυχές υψηλά ιστάμενες, που ποτέ δε κρύφτηκαν πίσω από ανειλικρινή και χιλιοδοκιμασμένα χαμόγελα στον καθρέφτη. Θέλω να λέω “είμαι εγώ” και να μη βλέπω απέναντι το είδωλό μου να γελάει ειρωνικά, να μη χρειαστεί να προδώσω ποτέ τα πιστεύω μου και να μην ξεχάσω ποτέ ποια είμαι στην προσπάθειά μου να μάθω τους άλλους.
Είναι ώρες που κι εγώ αναρωτιέμαι τί στ᾽αλήθεια θέλω και με πιάνω να γελώ με αυτήν την αιώνια διαμάχη με τον εαυτό μου.