Γράφει η Ρόη Καπετάνου
Ήθελες την ησυχία σου, ε;
Τόση φασαρία έκανα;
Αστείο, γιατί δεν μίλησα καν. Μόνο υπήρξα — κι αυτό, όπως φαίνεται, ήταν ήδη υπερβολικό. Μάλλον η παρουσία μου έκανε περισσότερο θόρυβο απ’ ό,τι οι λέξεις μου. Ίσως γιατί ποτέ δεν ήμουν «χαμηλών τόνων». Ήμουν η φωνή μέσα στο κεφάλι σου που δεν ήθελες να ακούσεις.
Πες την αλήθεια. Δεν ήθελες ησυχία. Ήθελες ηρεμία απ’ ό,τι σε ταράζει. Κι εγώ σε ταράζω, γιατί σου θυμίζω κομμάτια του εαυτού σου που νόμιζες πως είχες θάψει. Το πάθος, τη σύγχυση, την αλήθεια χωρίς φίλτρα. Ήθελες κάποιον να σε καταλαβαίνει, αλλά όχι κάποιον να σε ξεγυμνώνει. Και κάπως έτσι, γίνομαι «φασαρία».
Η αλήθεια είναι πως η ησυχία δεν είναι πάντα γαλήνη. Μερικές φορές είναι άμυνα. Ένας τρόπος να βουλώνεις τα αυτιά σου για να μην ακούσεις τι συμβαίνει μέσα σου. Να μην χρειαστεί να αντιμετωπίσεις το γιατί κάθεσαι ακίνητος, τη στιγμή που όλα γύρω σου ουρλιάζουν για ζωή.
Εγώ δεν φώναζα, απλώς δεν ήξερα να σωπαίνω. Μιλούσα με το βλέμμα, με το σώμα, με το «είμαι εδώ». Και μάλλον αυτό έκανε φασαρία — γιατί η σιωπή μου δεν χωρούσε στην ησυχία σου.
Μην ανησυχείς. Τώρα την έχεις. Ησυχία όσο θες.
Χωρίς φωνές, χωρίς ερωτήσεις, χωρίς τίποτα που να σε ταράζει.
Μόνο που — κι αυτό στο εύχομαι ειλικρινά — όταν θα βαρεθείς τη σιωπή, να θυμηθείς πως η φασαρία που σε τρόμαξε, ήταν απλώς αγάπη που δεν ήξερε να ψιθυρίσει.
Γιατί, καμιά φορά, αυτοί που κάνουν τη μεγαλύτερη «φασαρία» στη ζωή μας,
είναι κι εκείνοι που ήρθαν να μας ξυπνήσουν.