Γράφει ο Χρήστος Παναγιωτόπουλος
Κάθε φορά που έφευγες, εγώ σε περίμενα ξανά. Και εσύ ερχόσουν.
Στο δρόμο έβρισκες κάθε λέξη μετάνοιας να πείσεις τη διψασμένη μου καρδιά ότι η φυγή σου ήταν ένα μεγάλο λάθος,
πως η αγάπη σου ήταν η ιδανική πηγή δροσιάς να ξεδιψάσω.
Τα συναισθήματά μου;
Απέραντα…
και εγώ σε πίστευα.
Πάντα σε πίστευα.
Ποτέ δεν σε άγγιξε το τι περνούσα μέχρι να γυρίσεις.
Ποτέ δεν τράβηξα τις κουρτίνες να δω απ’ το παράθυρο τη ζωή που έχανα,
σε μια ανώφελη αναμονή, καθώς πίστευα ότι αυτά συμβαίνουν στις σχέσεις.
Ποτέ δεν στάθηκα νηφάλιος στον καθρέφτη να αντικρίσω την πραγματική απουσία μου, το χαμόγελό μου.
Ποτέ δεν έκατσα να μετρήσω τα τσιγάρα στο τασάκι.
Σαν άδειαζε το πακέτο ένιωθα την καταστροφή μου.
Μέσα σε τέσσερις τοίχους άφηνα μια ζωή να σκορπίζεται στα πατώματα, ξανά και ξανά…
Μεθυσμένα φεγγάρια των ονείρων τα χάδια σου.
Πλέον δεν έχω άλλα δάκρυα πια, ο Νείλος των ματιών μου στέρεψε.
Εσύ έφευγες για να κάνεις την ξέφρενη ζωή σου…
Σε μένα διαλυόταν κάθε κομμάτι μου, από ένα ευτυχισμένο “μαζί” σου.
Το τασάκι μου το άφησα καθαρό την τελευταία φορά που άφησες τις δήθεν σου δικαιολογίες ότι πνίγεσαι κοντά μου.
Αλήθεια, γιατί ξανά γύρισες πίσω;
Είναι η μόνη φορά που σε περίμενα με τόση ανυπομονησία.
Γιατί ήρθε η στιγμή να φύγω εγώ.
Σου πήρα ένα σωσίβιο για τον επόμενο που θα σε πνίγει η σχέση σου μαζί του.
Σου αφήνω και το τασάκι καθαρό.
Θα το χρειαστείς.
Και όταν θα θελήσεις να δεις ένα πραγματικό χαμόγελο, μην το ψάχνεις στον καθρέφτη.
Το φοράω ήδη.
Άντε γεια, καλή μου.
Άντε γεια και εις άλλα με υγεία και φιλότιμο!