Μια ζωή έτρεχες να προλάβεις, να βοηθήσεις, να στηρίξεις, να δώσεις. Να μη λες ποτέ όχι, να είσαι πάντα εκεί που έπρεπε, εκεί που ήθελαν οι άλλοι.
Πάντα δίπλα στους άλλους, σε αυτούς που άξιζε να είσαι αλλά ακόμα και σε αυτούς που δεν ήξερες πραγματικά αν έπρεπε.
Κάθε μέρα να είσαι κοντά σε εκείνους που ήθελες να είναι στη ζωή σου, που πολλές φορές έπαιρναν χωρίς ποτέ να δώσουν το παραμικρό, τσιγκούνηδες στα συναισθήματα, στην αγάπη, στον έρωτα, στη συντροφικότητα.
Δεν ρωτούσαν ποτέ πώς πέρασες τη μέρα σου, δεν τους ενδιέφερε πραγματικά αν είσαι καλά, αν έχεις ανάγκη κι εσύ κάτι, παρά μόνο έλεγαν. Και εσύ εκεί, μόνο να ακούς, να ακούς και να δίνεις συμβουλές, λες και εσύ δεν είχες τίποτα να πεις, να μοιραστείς. Γιατί εσύ θεωρούσαν πώς έπρεπε πάντα να είσαι καλά. Πολλές φορές σε ρωτούσαν και δεν προλάβαινες να απαντήσεις εσύ αλλά αυτοί.
Και τώρα στα δύσκολα έφυγαν όλοι σιγά σιγά, κάποιοι διακριτικά, κάποιοι βίαια. Και εσύ στέκεις μόνος στα δικά σου σκοτεινά μοναχικά ατέλειωτα βράδια, να σκέφτεσαι ότι ίσως έτσι είναι καλύτερα τώρα να μιλάς και να μην σε ακούει κανείς, αλλά τώρα μιλάς, μπορείς και μιλάς και δεν ακούς παρά μόνο τον ήχο της μοναξιάς, που όμως είναι τόσο ήρεμος, τόσο νοσταλγικός, και εσύ έχεις παρέα εσένα και παλεύεις να λύσεις το πιο δύσκολο πρόβλημα, αλλά το πρόβλημα είναι δικό σου και θα δώσεις λύσεις για εσένα και αν και δεν είσαι καλός στα μαθηματικά και στα λογιστικά δεν πειράζει, γιατί αυτή θα σε κάνει πιο καλό μαθητή, στο μάθημα αυτό που σου δίδαξε κάποτε η ζωή ότι οι άνθρωποι που φεύγουν είναι αυτοί που ήρθαν για λίγο, που κάνανε ένα μικρό πέρασμα από την ταινία της δικής σου ζωής. Και εσύ ακόμα δεν έχεις επιλέξει τον πρωταγωνιστή, απλά ζούσες με τους κομπάρσους.
Γι’ αυτό λοιπόν κάνε μια νέα οντισιόν και σίγουρα θα βρεθεί ο πρώτος ρόλος, αυτός που θα σώσει εσένα.