Κάποτε που λες, επαναστατήσαμε..
Γράφει η Ζωή Τριανταφυλλοπούλου
Πριν πάμπολλα χρόνια μια μέρα σαν και τούτη κάπου στην Πελοπόννησο όπως μας έμαθαν στο σχολείο ξεκίνησε μια επανάσταση.
Ενάντια σ’ ό,τι ζύγωνε το είναι μας για αιώνες. Αφομοιωθήκαμε κι αφομοιώσαμε, ίσως περισσότερο το δεύτερο. Ίσως περισσότερο ορμητικοί, παράφρονες με άγνοια μεγέθους κινδύνου.
Ίσως γιατί η λέξη μεράκι κι η λέξη λεβεντιά δεν υπάρχουν σ’ άλλα λεξιλόγια, δεν τις ξεστομίζουν άλλα στόματα πουθενά σε τούτη δω τη σφαίρα που στρέφεται στραβά στο απέραντο Σύμπαν για να μην ξεκολλήσει και εξαφανιστεί!
Και ναι επαναστατήσαμε.
Μια χούφτα άνθρωποι στην εσχατιά μιας τότε παντοδύναμης σχεδόν αυτοκρατορίας. Ενάντια σε κάθε λογική ή και στατιστική, με συμφωνίες μυστικές ή φιλίες απέξω φερμένες με ανταλλαξιμους με το αζημίωτο σκοπούς τα καταφέραμε. Γεννήσαμε την Ελλάδα σ έναν δύσκολο πολυετή τοκετό με πόλεμο με τον κακό μας εαυτό και εχθρό τον κατακτητή που έχανε το επί αιώνες κεκτημένο του. Έτσι νόμιζε τουλάχιστον…
Αυτοί οι χούφτα άνθρωποι λοιπόν τα κατάφεραν ενάντια σε κάθε πρόκληση. Επέζησαν, επιβίωσαν, επιβεβαίωσαν την ορμή της θέλησης τους για ζωή!
Είναι οι σημερινοί απόγονοί τους αυτοί που ζουν έναν άλλο πόλεμο. Κοινωνικό αυτή τη φορά ίσως. Με έναν εχθρό χωρίς ξεκάθαρο πρόσωπο. Είναι αυτοί οι σημερινοί απόγονοί εκείνων που έχουν κάνει την έννοια οικονομική κρίση τσίχλα στο στόμα που έχασε τη γεύση της από το πολύ αναμάσημα.
Και γκρινιάζουν. Πολύ. Και μιζεριάζουν. Κι επειδή ξιστηκε άτσαλα το περιτύλιγμα από την καλοβαλμένη σε φούσκα ζωούλα τους βγάζουν ο,τι χειρότερο κουβαλάνε ξεβράζουν κακία προς πάσα κατεύθυνση. Κρίνουν τους παντες έχουν άποψη για όλα, ταμπέλες για όλα. Δαίμονες παντού εχθροί επίσης κι αυτοί στον καναπέ τους αραχτοί αποβλακώνονται με τις ώρες σε τηλεπαιχνίδια επιβίωσης και γκουρμεδιάς. Και κοιμούνται ήσυχοι μετά γιατί δικαίωσαν τον επιούσιο. Κι η ζωή περνά με καρμπόν σελίδες σ’ ένα μπλοκάκι αποδείξεων διάτρητο. Ξεσκισμένο από φορεμένα καταναλωτικά πρέπει.
Ένα μπλοκάκι που σώνεται όμως. Κι εκεί θα κληθουμε όλοι κι Εσύ κι Εγώ κι ο διπλανος σου να αντικρισουμε επιτέλους την αλήθεια μας. Οποία κι αν είναι. Και τη γύμνια μας επίσης.
Χωρίς δικαιολογίες και προφασεις. Με του Τρικούπη το δυστυχώς επτωχευσαμεν πιο επίκαιρο από ποτέ. Γιατί ίσως μόνο ετσι μπορεί ο Έλληνας να πάρει μπρος.
Και την οικονομική πείνα τη δέχομαι, μπορώ να ζήσω με τα απολύτως απαραίτητα. Την άλλη την συναισθηματική όμως αρνούμαι να τη δεχτώ.
Θυμώνω με την κατάντιά μας. Παρατηρώ, αφουγκράζομαι, ανασυντάσσομαι. Και περιμένω σ’ επιφυλακή ένα “σπίρτο”. Αν καούν όλα ίσως τα ξανά φτιάξουμε από την στάχτη τους. Πιο στα μέτρα μας. Η ιστορία έχει δείξει ότι μπορούμε!
Χρόνια Πολλά νέοΈλληνες