“Εσένα, δεν σε φοβάμαι” σου είπαν ξανά..
Γράφει ο Σάκης Χαλβαντζής.
Εκείνο το “Δεν σε φοβάμαι, εσένα” πάντοτε με τρόμαζε. Κάθε του άκουσμα, τρομοκρατούσε συθέμελα την ύπαρξή μου.
Τι σημαίνει “Δεν σε φοβάμαι”; Κι εκείνο το “εσένα”, δίπλα του, που με στοχοποιεί, γιατί; Ποιος είσαι εσύ που θα ορίσεις αν με φοβάσαι ή όχι.
Εγώ με φοβάμαι, το ξέρεις; Με φοβάμαι πολύ.
Με φοβάμαι, όλες εκείνες τις ημέρες που ξημερώνουν και δεν έχω παρά μονάχα δίπλα μου ένα κρύο μαξιλάρι.
Με φοβάμαι, τις νύχτες που μόνη μου παρηγοριά είναι τα προβλήματα και τα άγχη που έχω μέσα στο κεφάλι μου και δεν μ’αφήνουν να κλείσω μάτι.
Με φοβάμαι, όταν κλειδώνω την πόρτα στο σπίτι, ξέροντας πως δεν έχω “πολύτιμα” να φυλάξω και πως το κάνω γιατί έτσι με μάθανε.
Με φοβάμαι, γιατί με μάθανε επίσης να κλειδώνω εκεί μέσα και τη μοναξιά μου.
Πιότερο όμως απ’όλα, φοβάμαι όλους εκείνους που απροκάλυπτα πιπιλάνε την ίδια καραμέλα ξανά και ξανά. Όλους εκείνους που δεν έχουν καθίσει δίπλα δίπλα με τους φόβους κανενός. Όλους εκείνους που δεν ήταν ΠΟΤΕ “εκεί” για σένα και παραταύτα συνεχίζουν να σου λένε πώς δεν σε φοβούνται..
Όλους εκείνους λοιπόν, τους φοβάμαι περισσότερο από καθετί άλλο. Αλήθεια τους φοβάμαι..