Γράφει ο Πάνος Θεοδώρου
Ποτέ δεν ήμουν από αυτούς που κάνουν πίσω εύκολα. Έλεγα «όχι» στα συναισθήματα που δεν μπορούσα να ελέγξω, «όχι» στους ανθρώπους που έμπαιναν απότομα στη ζωή μου και «όχι» σε όλα όσα θα μπορούσαν να με κάνουν να νιώσω ευάλωτος.
Κι ύστερα ήρθες εσύ. Χωρίς προειδοποίηση, χωρίς να σου ανοίξω την πόρτα. Μπήκες και άλλαξες όλα όσα νόμιζα ότι ήξερα. Στην αρχή, το «όχι» ήταν σχεδόν μηχανικό. «Όχι, δεν θα μπλεχτώ, όχι, δεν θα αφεθώ, όχι, δεν θα σε αφήσω να με αλλάξεις.»
Αλλά ξέρεις κάτι; Κάθε φορά που σε κοιτάω, καταλαβαίνω γιατί όλα αυτά τα «όχι» ήταν απλώς άμυνες. Γιατί εσύ ήσουν ο λόγος να πέσουν μία-μία. Δεν ήταν οι λέξεις σου. Ήταν ο τρόπος που με κοιτάς εσύ, ο τρόπος που μιλάς, ο τρόπος που γελάς σαν να μην υπάρχει τίποτα άλλο γύρω σου.
Όλα τα «όχι» μου ήταν φόβοι. Φόβοι ότι δεν θα αντέξω να νιώσω τόσο πολύ, φόβοι ότι κάποια στιγμή θα σε χάσω και θα γκρεμιστώ. Αλλά όταν σε κοιτάω, ξέρω γιατί άξιζε να τα διαγράψω όλα και να σου πω «ναι». Γιατί εσύ, με έναν τρόπο που ούτε εγώ δεν μπορώ να εξηγήσω, είσαι όλα όσα ήθελα και όλα όσα φοβόμουν.
Ένα βλέμμα σου ήταν αρκετό για να με κάνει να ξανασκεφτώ τον εαυτό μου. Να αφήσω στην άκρη την περηφάνια, τα τείχη και όλα τα περιττά που κουβαλούσα τόσα χρόνια. Και ξαφνικά, το «όχι» έγινε «ναι».
«Ναι» στο να ρισκάρω. «Ναι» στο να σε εμπιστευτώ. «Ναι» στο να αφεθώ και να νιώσω. Γιατί όταν σε κοιτάω, όλα μοιάζουν απλά. Ξέρω ότι δεν είναι πάντα εύκολο, ξέρω ότι μπορεί να πληγωθώ. Αλλά ακόμα κι έτσι, προτιμώ να πω «ναι» σε εσένα, παρά να ζήσω μια ζωή γεμάτη χαμένα «όχι».
Γιατί εσύ είσαι ο λόγος που τα «όχι» μου έχασαν το νόημά τους. Και τα «ναι» έγιναν η μόνη επιλογή που αξίζει.