Γράφει η Ηρώ Αναστασίου
Ο άνθρωπος που σε απαξιώνει, γνωρίζει πολύ καλά τι έκανε και ποια είναι η στιγμή που το έκανε.
Γνωρίζει επίσης ότι υπάρχει και το ενδεχόμενο να σε χάσει, αλλά μάλλον δεν του καίγεται καρφάκι.
Ο άνθρωπος που εσύ του στάθηκες σαν λαμπάδα αναμμένη και σε γείωσε, γιατί πολύ απλά δεν τον νοιάζεις καθόλου, αν μη τι άλλο είναι ένας αχάριστος που όσα και να του δώσεις, δεν θα είναι ποτέ του ευχαριστημένος.
Έμαθε στην ζωή μόνο να παίρνει και ποτέ του να δίνει.
Νομίζει ότι θα είσαι εκεί πάντα για να καλύπτεις τις ανάγκες του.
Κι όλα αυτά, γιατί τον αγάπησες με όλη σου την ψυχή.
Και το εκμεταλλεύεται σε κάθε ευκαιρία.
Κι αυτό γιατί εσύ του του έδειξες τον δρόμο.
Εσύ τον άφησες να σε πατήσει, να σε απαξιώσει, να σε υποτιμήσει.
Εσύ, γιατί κάθε φορά που σε πατούσε, τον συγχωρούσες.
Και θα το κάνει πάλι, αν τον αφήσεις.
Γιατί εσύ βάζεις τα χεράκια σου και βγάζεις τα ματάκια σου.
Γιατί όταν τον άφησες την πρώτη φορά, ήξερες ότι δεν θα είναι η τελευταία.
Αλλά ήλπιζες ότι με την αγάπη σου θα λειάνεις τις πληγές και θα αλλάξεις την ροή της ζωής του.
Ήλπιζες ότι θα μαλακώσει ο πόνος του, ότι θα αλλάξει σαν άνθρωπος.
Αλλά αντ’ αυτού όχι μόνο δεν άλλαξε, αλλά έγινε χειρότερος.
Και σε πλήγωσε βαθιά.
Γι’ αυτό σου λέω, παράτα τον να βρεις την ηρεμία σου.
Δεν θα αλλάξει, σου λέω, απλά θα γίνεται χειρότερος.
Κι εσύ θα κρύβεσαι συνέχεια να κλείσεις τις πληγές σου.
Άσ’ τον δεν πρόκειται ποτέ να σ’ αγαπήσει ή έστω να σε εκτιμήσει, να καταλάβει την αξία σου.
Την οποία παρεμπιπτόντως την κατέβασες για να είσαι μαζί του.
Και την έχασες τελείως σε όλη την διάρκεια.
Που είναι οι αξίες σου, που είναι οι αρχές σου, που είναι ο τσαμπουκάς σου;
Τα παράτησες όλα εξαιτίας του και άντε τώρα να τα ξαναμαζέψεις.
Σε έκανε ένα ζυμαράκι στα χέρια του κι εσύ έγινες η πίτα ολόκληρη κι ο σκύλος χορτάτος.
Αυτά ήθελε ευθύς εξαρχής και του τα έδινες στο πιάτο.
Να μην στεναχωρηθεί, να μην πονέσει.
Και με τον δικό σου πόνο τι γίνεται μου λες;
Ένοιωσες την αχαριστία μέσα στο πετσί σου κι ακόμη δεν συνήλθες.
Γιατί τον αγαπάς ακόμα και το ξέρεις.
Κι ας σου έκανε τα χειρότερα.
Είναι, γιατί όταν αγαπάς, αγαπάς με την ψυχή σου που είναι μεγάλη.
Αλλά έρχεται κάποια στιγμή μια μέρα και λες, ώπα μέχρι εδώ.
Είσαι τόσο λαβωμένος που δεν αντέχεις άλλες μαχαιριές.
Και θες τον χρόνο σου για να γιατρευτείς.
Θες τον χρόνο σου να αντέχεις μακριά του.
Και αυτό σε πονάει πιο πολύ απ’ όλα.
Πώς να σβήσεις την μορφή του από μέσα σου;
Πώς να αναπνέεις χωρίς το οξυγόνο του;
Πώς να νοιώσεις χωρίς την αγκαλιά του;
Αλλά είπαμε στην ζωή κάποιες φορές είναι ή η ζωή σου ή η ζωή μου και δεν βρίσκω κανένα κακό σ’ αυτό.
Διαλέγεις λοιπόν την ζωή σου, τον εαυτό σου και ελπίζεις να τον ξεχάσεις γρήγορα.
Θα δυσκολευτείς πολύ, γιατί τον άφησες και έγινε ένα κομμάτι του εαυτού σου, γιατί σου έδωσε και πράγματα που δεν θα τα ξεχάσεις ποτέ.
Στην αγκαλιά του έλιωνες, θυμάσαι;
Δεν εκτίμησε τίποτα μωρέ και πρέπει να φύγεις τρέχοντας από εκεί, πρέπει να σκληρύνεις και να μην θυμάσαι.
Γιατί ο πόνος είναι μεγαλύτερος απ’ την ανάμνηση.
Και γιατί πρέπει να ξαναβρείς τον εαυτό σου!