Γράφει η Ηρώ Αναστασίου.
Όταν αποφάσισα ότι θέλω να είμαι ευτυχισμένη παρέβλεψα πολλά.
Είδα κι αγάπησα τις ατέλειες μου και τις ατέλειες όλου του κόσμου.
Είδα κι αγάπησα τα μυστικά των ελαττωμάτων και την τεχνική των ελλείψεων.
Στην διαδρομή αυτήν αμφέβαλλα πολύ, για όλους και για όλα ψάχνοντας το ιδανικό, το απ’αλλού φερμένο, το κατά φύσιν τέλειο.
Προσπάθησα να φανταστώ το αλλιώτικο, το μαγικό, το με νεράιδες και ιππότες ποτισμένο.
Πόσο γελάστηκα περιμένοντας.
Δεν είχα καταλάβει ότι το μυστικό του ο καθένας το κρύβει μέσα βαθιά στην ψυχή του.
Εκεί όπου η αγάπη του τον οδηγεί.
Εκεί που κλειδώνει και ξεκλειδώνει την καρδιά του.
Εκεί που ανασαίνει η μορφή του και ξεγυμνώνει το βλέμμα του.
Εκεί που οι απόντες φορούν την μνήμη του και οι παρόντες το μέλλον του.
Εκεί που τα χρόνια μαρτυρούν τις λοίσθιες ελπίδες του.
Εκεί που οι ρυτίδες προσβάλλουν την περηφάνια του.
Εκεί που το άσπρο του φαντάζει γαλάζιο και το γαλάζιο του κόκκινο.
Και μες στα κόκκινά μου υπάρχει η καρδιά μου, αυτήν που γελάστηκε πολύ.
Μα ακόμη κι αν γελάστηκε δεν γέρασε, στην φλόγα της τρεμοσβήνει αχόρταγος ο ήχος της φωνής της!